Υπάρχει ένα παιχνίδι που παίζεται εδώ και χρόνια, είναι το παιχνίδι των αριθμών, των μέσων όρων και των οικονομικών δεικτών. Σ’ αυτό το παιχνίδι κερδίζει εκείνος που θα καταφέρει να στρεβλώσει την πραγματικότητα με τον πιο επιστημονικοφανή τρόπο. Όσο και αν θα θέλαμε να ξορκίσουμε την πεζότητά των αριθμών κάτω από το φως του αυγουστιάτικου φεγγαριού, τα νούμερα -κάθε είδους- μας κυνηγάνε να παίξουμε. Μερικές φορές είναι απόλυτα μεγέθη, όπως η επικείμενη αύξηση κατά 12 λεπτά ανά λίτρο βενζίνης. Άλλοτε είναι δείκτες, όπως αυτός που διαβάζουμε τούτες τις μέρες, για το πρωτογενές πλεόνασμα Ιανουαρίου–Ιουλίου, που προέκυψε μεγαλύτερο από το αναμενόμενο....
κατά 4,1 φορές. Ενίοτε είναι δημοσιεύματα, όπως των Financial Times (12/08/2016), που βγήκαν με τίτλο «Ναι, αλήθεια: Η Ελλάδα εκπλήσσει με την οικονομική της ανάπτυξη» και κάνουν λόγο για αύξηση της παραγωγής, κατά το β΄ τρίμηνο του έτους, σε ποσοστό 0,3%[1]. Πολύ συχνά είναι σκέτα νούμερα με σάρκα και οστά… Ωστόσο, την πραγματικότητα την αντιλαμβανόμαστε και χωρίς αριθμητικά μεγέθη. Την αντιλαμβανόμαστε, ως εξωτερική αντίσταση σε κάθε είδους ανάγκη ή επιθυμία μας. Τα τελευταία χρόνια αυτή η αντίσταση ισχυροποιείται, καθιστώντας όλο και πιο «πραγματικές» τις καθημερινές μας δυσκολίες[2].
κατά 4,1 φορές. Ενίοτε είναι δημοσιεύματα, όπως των Financial Times (12/08/2016), που βγήκαν με τίτλο «Ναι, αλήθεια: Η Ελλάδα εκπλήσσει με την οικονομική της ανάπτυξη» και κάνουν λόγο για αύξηση της παραγωγής, κατά το β΄ τρίμηνο του έτους, σε ποσοστό 0,3%[1]. Πολύ συχνά είναι σκέτα νούμερα με σάρκα και οστά… Ωστόσο, την πραγματικότητα την αντιλαμβανόμαστε και χωρίς αριθμητικά μεγέθη. Την αντιλαμβανόμαστε, ως εξωτερική αντίσταση σε κάθε είδους ανάγκη ή επιθυμία μας. Τα τελευταία χρόνια αυτή η αντίσταση ισχυροποιείται, καθιστώντας όλο και πιο «πραγματικές» τις καθημερινές μας δυσκολίες[2].
Την ίδια μέρα που η βρετανική οικονομική εφημερίδα υπονόησε μια κάποια στροφή προς την ανάπτυξη, κάποιοι από ’μάς – πολύτεκνοι, μονογονεϊκές οικογένειες, άτομα με ειδικές ανάγκες – διαπίστωσαν ότι τα κοινωνικά επιδόματα που δικαιούνται μπήκαν στο στόχαστρο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων. Η κυβέρνηση αποφάσισε ότι, ακόμα και αυτά τα πενιχρά ποσά, αποτελούν εισόδημα και όχι κοινωνική πρόνοια. Συνεπώς, αποφάσισε να τα χρεώσει με φόρο «εισφοράς αλληλεγγύης» εκτιμώντας, ότι εκείνοι που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα οφείλουν να σταθούν αλληλέγγυοι… σε ποιους; Μάλλον, στις κρατικές οφειλές έναντι των τραπεζιτών… Πρόκειται, προφανώς, για ένα νέο είδος «αλληλεγγύης», από τα κάτω προς τα πάνω, που επιβάλλει ακόμα και τη φορολόγηση των αναπηρικών επιδομάτων. Ωστόσο, παραβλέπεται ότι αυτά τα ποσά χορηγούνται για να καλύψουν τη δεδομένη κρατική ανεπάρκεια στην παροχή δομών, υπηρεσιών και υποδομών. Δηλαδή, το κράτος φορολογεί την προσπάθεια αναπλήρωσης της ίδιας, της δικής του ανεπάρκειας.
Το κάλεσμα αισιοδοξίας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας προήλθε από βρετανική πένα. Δεδομένου ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός το ενστερνίστηκε και το επικαλέστηκε σε ανάρτησή του στο Twitter, δεν μπορεί παρά να απαντήσει κανείς στο ίδιο πνεύμα, κάνοντας χρήση ενός αποσπάσματος του Σαίξπηρ από το έργο του «Με το ίδιο μέτρο». Εκεί, ο ποιητής μας παροτρύνει:
«…αφήστε τη λογική σας να λειτουργήσει,
Να επιτρέψει στην αλήθεια να βγει από εκεί που είναι κρυμμένη,
και να καταχωνιάσει το ψεύδος που παρουσιάζεται γι’ αλήθεια…»[3]
Όταν ο στόχος είναι η ορθή αποτύπωση της κατάσταση μιας κοινωνίας, το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών της, οι συνθήκες της καθημερινής τους ζωής, τότε η αλήθεια προσλαμβάνεται μέσα από την κοινωνική εμπειρία. Οι αριθμοί είναι το μέσο που χρησιμοποιούμε για να αντιληφθούμε την έκταση αυτής της αλήθειας. Η μεγαλύτερη αξία των αριθμών είναι η κοινωνική πραγματικότητα που αντανακλούν. Στην προσπάθεια κατανόησης αυτής της πραγματικότητας, η ΕΛΣΤΑΤ μας διαφωτίζει με μερικά αριθμητικά δεδομένα που μπορούν να περιγράψουν την κατάσταση μας. Την κατάσταση του λαού μας, που από το Σεπτέμβρη μέχρι τα Χριστούγεννα θα πρέπει να πληρώνει κάθε μήνα σε άμεσους φόρους το δυσθεώρητο πόσο των τεσσάρων δισεκατομμυρίων διακοσίων πενήντα εκατομμυρίων ευρώ (4,25 δις ευρώ).
Ένα ποσοστό αρκετά εντυπωσιακό και άμεσα σχετικό με τη μείωση των κοινωνικών επιδομάτων, είναιτο 25,5% των ανθρώπων που κινδυνεύουν να πέσουν κάτω από το όριο της φτώχιας, αν αποστερηθούν αυτή την ενίσχυση. Αυτό σημαίνει ότι, σε κάθε παρέα τεσσάρων ανθρώπων θα υπάρχει ένας που θα πρέπει να επιβιώνει με λιγότερο από 376 ευρώ το μήνα (όριο φτώχειας για το 2015 ήταν τα 4.512 ευρώ/έτος, άρα 376 ευρώ/μήνα). Επίσης, ένα στοιχείο που κάνει εντύπωση είναι, ότι το 32,6%, μεταξύ των ανθρώπων που κινδυνεύουν, είναι παιδιά μέχρι την ηλικία των 17 χρονών. Εδώ αξίζει, να δούμε συγκριτικά και το ποσοστό των ανθρώπων που διέτρεχαν ήδη αυτόν τον κίνδυνο την εποχή που έπαιρναν ολόκληρα τα επιδόματα, όταν ακόμα το ΕΚΑΣ, τα επιδόματα ανεργίας, τα βοηθήματα αναπηρίας κτλ. θεωρούνταν κοινωνικές μεταβιβάσεις και δεν περικόπτονταν. Τότε, το 21,4% του πληθυσμού και πάλι κινδύνευε να ζει με λιγότερα από τα 376 ευρώ μηνιαίως. Συνεπώς, οι κυβερνώντες που μείωσαν τη βοήθεια που λάμβαναν αυτές οι ειδικές κατηγορίες πολιτών, γνώριζαν ότι μετά την απόφασή τους, το ποσοστό των ανθρώπων που θα κινδύνευε να διολισθήσει κάτω από το όριο της φτώχιας θα ήταν, σίγουρα, μεγαλύτερο από το 21,4%. Άρα, η απόφαση που έλαβαν, ήταν μια συνειδητή, πολιτική απόφαση ενός πολιτικού προσωπικού που επέλεξε να ενισχύσει τη δόση προς τους δανειστές καταδικάζοντας μερικές από τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Εδώ έρχεται και πάλι η κοινωνική εμπειρία για να εξετάσει κριτικά τους οικονομικούς δείκτες. Έρχεται η εικόνα μιας ολόκληρης κοινωνίας που στα τέλη του Αυγούστου νιώθει σαν να περιμένει σε θάλαμο αναμονής τις απαιτήσεις που φέρνει ο Σεπτέμβρης, τον ΕΝΦΙΑ, τη δόση της εφορίας, τα τέλη κυκλοφορίας. Αυθόρμητα γεννάται το ερώτημα, μήπως το ποσοστό όσων κινδυνεύουν είναι ακόμα μεγαλύτερο; Πως προκύπτουν τα όρια της φτώχιας και το ποσοστό των απειλούμενων απ’ αυτήν;
Το κατώφλι κινδύνου φτώχιας δεν είναι ένα σταθερό ποσό, αλλά διαφοροποιείται κάθε χρόνο. Προκύπτει ως ποσοστό 60% του εθνικού διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος. Συνεπώς, όταν καταγράφεται συνολική πτώση των εισοδημάτων, το όριο της φτώχιας χαμηλώνει. Το 2004 το κατώφλι της φτώχιας στην Ελλάδα ορίστηκε στα 5.300 ευρώ/χρόνο. Το 2005 ανέβηκε στα 5.650 ευρώ/χρόνο και συνέχισε να ανεβαίνει μέχρι το 2010 που έφτασε τα 7.178 ευρώ/χρόνο. Από εκεί και μετά άρχισε να πέφτει ακολουθώντας την πτώση των εισοδημάτων και διαμορφώνοντας τα ποσοστά εκείνων που, επισήμως, χαρακτηρίζονταν ως «φτωχοί» ή «απειλούμενοι». Ωστόσο, η πτώση των εισοδημάτων και του ορίου φτώχιας δεν σημαίνει ότι το πραγματικό κόστος ζωής μειώνεται αντιστοίχως. Αντιθέτως, την τελευταία δεκαετία, ενώ τα εισοδήματα μειώνονται, το κόστος διαβίωσης αυξάνει. Οπότε, από χρονιά σε χρονιά, τα ποσοστά όσων απειλούνται εμφανίζονται μειωμένα στις επίσημες στατιστικές, αλλά ο πραγματικός αριθμός όσων δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στα έξοδα διαβίωσης μεγαλώνει. Δηλαδή, ο φτωχός πληθυσμός πολλαπλασιάζεται, αλλά είναι λιγότεροι εκείνοι που φέρουν τον τίτλο του «φτωχού». Με βάση τους υπολογισμούς της ΕΛΣΤΑΤ, αν πάρουμε το μέσο διαθέσιμο εισόδημα του 2015 και το αξιολογήσουμε με όριο φτώχιας το όριο που ίσχυε το 2005 (τότε ήταν 5,650 ευρώ), θα διαπιστώσουμε ότι το ποσοστό του πληθυσμού που απειλείται ανέρχεται στο 42,2% του συνολικού πληθυσμού. Δεδομένου ότι, το όριο της φτώχιας μειώθηκε αλλά το κόστος διαβίωσης δεν ακολούθησε αντίστοιχη πτωτική πορεία, το ότι απειλείται σχεδόν ο μισός πληθυσμός της χώρας είναι μια πληροφορία κρυμμένη πίσω από τους δείκτες.
Ειπώθηκε νωρίτερα ότι, η αξία των ποσοστών εντοπίζεται στην κοινωνική πραγματικότητα που αποκαλύπτουν συμβάλλοντας στη σύνθεση μιας αρτιότερης γενικής εικόνας. Ωστόσο, η ποσοτική απεικόνιση των κοινωνικών δεδομένων εμπεριέχει εγγενώς μια πτυχή αγένειας, ίσως και απανθρωπιάς. Διότι, αυτό που απεικονίζεται σε έναν δείκτη, ακόμα και αν είναι το ελάχιστο ή το αμελητέο στατιστικό μέγεθος, αποτελεί – έστω και για έναν άνθρωπο – το 100% της δικής του ζωής. Ίσως γι’ αυτό θα ήταν σκόπιμο, όταν κοιτάζουμε δείκτες, να ψάχνουμε και για τις απόλυτες τιμές που αυτοί αντιπροσωπεύουν. Γιατί κάθε μονάδα που μετράμε, αποτελεί ολόκληρη την πραγματικότητα ενός ανθρώπου. Όταν μιλάμε για τον πληθυσμό που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχιας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ουσιαστικά μιλάμε για τρία εκατομμύρια οκτακόσιους εικοσιοκτώ χιλιάδες πεντακόσιους ανθρώπους (3.828.500), που ο καθένας απ’ αυτούς ζει δίπλα μας, είναι συγγενής ή φίλος μας ή είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Όταν μιλάμε για παιδιά μέχρι 17 χρονών, αναφερόμαστε στα δικά μας παιδιά, στα ανίψια μας, στους μαθητές μας, στους φίλους των παιδιών μας. Καλό είναι να γνωρίζουμε ότι, αυτά τα παιδιά σε ένα ποσοστό 44,5% διαβιούν, ήδη σήμερα, σε συνθήκες υλικής στέρησης. Αυτό μεταφράζεται ως εξής:σε ένα σχολικό τμήμα τριάντα μαθητών, υπάρχουν δεκατρείς οι οποίοι ζουν σε οικογένειες που δεν μπορούν να τους παράσχουν θρεπτική διατροφή, κάλυψη πάγιων εξόδων (ΔΕΗ, ΟΤΕ κτλ) ή ικανοποιητική θέρμανση. Βέβαια, ειδικά στο παράδειγμα με τα σχολεία, προκύπτει μια ακόμα παράμετρος που σχετίζεται με τη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού ανάλογα με τα εισοδήματά. Δηλαδή, δεν είναι όλα τα σχολεία σε όλες τις περιοχές ίδια. Σε κάποιες περιοχές δεν καταγράφονται παιδιά προερχόμενα από οικογένειες με υλικές στερήσεις, ενώ σε άλλες ενδέχεται να υπάρχουν ολόκληρες τάξεις στις οποίες αυτά τα παιδιά να πλειοψηφούν. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της ανθρωπογεωγραφίας που σχετίζεται με την κοινωνική και οικονομική ανισότητα, και πυροδοτεί μια μεγάλη συζήτηση γύρω από την ενίσχυση της κοινωνικής περιθωριοποίησης που αυτή επιφέρει.
Όσο οδυνηρή και αν ακούγεται αυτή η πραγματικότητα, τόσο λιγότερο ξαφνιαζόμαστε κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι μαζί της. Ίσως, διότι συναντάμε πλέον όλο και συχνότερα, ολόκληρα νοικοκυριά χωρίς κανέναν εργαζόμενο. Είναι γεγονός ότι, όσο και αν θέλει κανείς να συμμεριστεί τη χαρά των κυβερνόντων καλωσορίζοντας την οικονομική ανάπτυξη, υπάρχουν σήμερα (1ο τρίμηνο 2016) ένα εκατομμύριο πενήντα δύο χιλιάδες οκτακόσιοι δύο (1,052,802) ενήλικες, 18-60 ετών και διακόσιες τριάντα χιλιάδες επτακόσια εβδομήντα τέσσερα (230.774) παιδιά, 0-17 ετών, που ζουν σε νοικοκυριά δίχως κανέναν εργαζόμενο. Αυτή είναι η πραγματικότητα που αποκαλύπτουν οι αριθμοί, οι δείκτες και τα ποσοστά, όταν ενδιαφέρονται να μετρήσουν τις συνέπειες της υφιστάμενης πολιτικής.
Κλείνοντας το παιχνίδι των αριθμών, ο προβληματισμός που προκύπτει όταν παρατηρούμε αισιόδοξους οικονομικούς δείκτες είναι ένας:
Τελικά, η οικονομική μεγέθυνση, ή αλλιώς η ανάπτυξη, είναι ένας στόχος που λύνει τα δικά μας προβλήματα; Η αισιοδοξία που αποπνέουν τα δημοσιεύματα και οι κυβερνητικές δηλώσεις για αύξηση της παραγωγής συνεπάγονται και αναδιανομή των κερδών; Εμείς, δεν είμαστε ούτε πολυεθνικές, ούτε οικονομικοί παράγοντες, ούτε τραπεζίτες και δεν χρειαζόμαστε επίσημους δείκτες και ξένα δημοσιεύματα για να αξιολογήσουν την παραγωγικότητά μας. Εμείς ξέρουμε, ότι όταν έχουμε δουλειά είμαστε παραγωγικότατοι, αυτό που δεν ξέρουμε είναι αν θα πληρωνόμαστε γι’ αυτή την ανάπτυξη.
Ίσως θα βοηθούσε στην απάντηση να γνωρίζαμε ένα ακόμα μέγεθος. Είναι το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχιας ή κοινωνικού αποκλεισμού το 2014 στις χώρες της Ευρώπης, εντός και εκτός Ευρωζώνης. Δηλαδή, σε χώρες που δεν έχουν υποστεί την οικονομική κατάρρευση της πατρίδας μας.
Υ.Γ.: Όλα τα πρωτογενή αριθμητικά μεγέθη, που αναφέρονται στο συγκεκριμένο κείμενο, προέρχονται από την επίσημη ιστοσελίδα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) και ειδικότερα από τη σελίδα Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα (Ιούλιος 2016).
[2] Ζygmunt Bauman, Πλούτος και Ανισότητα, Μας Ωφελεί Όλους ο Πλούτος των Ολίγων;, μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος, Οκτώ, Αθήνα 2013, σ.38.
[3] Το απόσπασμα από την ελληνική έκδοση: Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Με το ίδιο μέτρο, μτφρ. Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, 2004, στο Zygmunt Bauman ,ο.π., , σ.10.
*Σοφία Χουδαλάκη – Master Ιστορικής Δημογραφίας
από το «Ημερόδρομος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου