Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Η πρώτη φορά ήταν επί πρωθυπουργίας Κ. Σημίτη όταν η Ελλάδα καλούταν να ακολουθήσει το παράδειγμα του «κέλτικου τίγρη», μειώνοντας την φορολογία των επιχειρήσεων, για να εισέλθει ανεπιστρεπτί(!) στον θαυμαστό κόσμο των εξαγωγικών και αναπτυξιακών του επιδόσεων. Η δεύτερη φορά ήταν όταν η Ελλάδα βυθιζόταν στην κόλαση της ευρω-λιτότητας που οδήγησε τελικά στα Μνημόνια. Τότε, τον Δεκέμβρη του 2009 ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ζαν Κλοντ Τρισέ, καλούσε από το βήμα του ευρω-κοινοβουλίου την Ελλάδα να κάνει ότι έκανε κι η Ιρλανδία για να ξεπεράσει την κρίση.
Κι ερχόμαστε τώρα, για τρίτη φορά, με αφορμή την επιτυχημένη ομολογιακή έκδοση του Δουβλίνου που ακούμε το ίδιο κάλεσμα: «κάνε το όπως η Ιρλανδία», χωρίς εν τω μεταξύ να απαντηθεί το απλό ερώτημα: αν η Ιρλανδία ήταν τόσο επιτυχημένη, τότε γιατί χρεοκόπησε; Προσπερνώντας αυτό το ερώτημα η υπερπροβολή της Ιρλανδίας έρχεται να υπονοήσει πως τα μνημόνια ήταν μια παρένθεση που κλείνει, υπάρχει φως στο τούνελ, και λίαν συντόμως όλα ή σχεδόν όλα θα είναι όπως παλιά... Τίποτε απ' όλα αυτά όμως δεν ισχύει!
Αφορμή για να μπορεί η Τρόικα να καυχιέται ό,τι δεν αφήνει μόνο δάκρυα και πόνο στο πέρασμά της αποτέλεσε η έξοδος της Ιρλανδίας στις αγορές, όπως συντελέστηκε με την επιτυχημένη έκδοση ομολόγων. Τα σχετικά χαμηλά επιτόκια με τα οποία δανείστηκε το Δουβλίνο, ύψους 3,75% όταν δύο χρόνια πριν, στο αποκορύφωμα της κρίσης είχαν αγγίξει το 14,6%, αναμφισβήτητα σηματοδοτούν μια επιτυχία, παρότι κανείς μέχρι στιγμής δεν έχει αποδείξει την σκοπιμότητα της επιστροφής στις διεθνείς αγορές για την κάλυψη των δανειακών αναγκών των κυβερνήσεων, όταν το πλέγμα συμφερόντων που τις συγκροτεί είχε τεράστιες ευθύνες, λόγω σύγκρουσης συμφέροντος, στην δημιουργία και την όξυνση της κρίσης την κρίσιμη διετία 2010-2011. Το ερώτημα λοιπόν παραμένει ακόμη και τώρα χωρίς απάντηση: Γιατί τα κράτη, μαθαίνοντας από τα λάθη τους, να μη ζητήσουν μέσω του εσωτερικού δανεισμού από τις εγχώριες αγορές να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες τους και πρέπει να στρέφονται στους εμπόρους του χρήματος, που βαρύνονται με εγκληματικές ευθύνες για όσα έγιναν στην Ευρώπη την προηγούμενη 5ετία;
Πουλάνε καλές ειδήσεις
Επιστρέφοντας στην Ιρλανδία, η πετυχημένη ομολογιακή έκδοση, που τυπικά τερμάτισε την περίοδο κατά την οποία η χώρα του Τζέιμς Τζόυς είχε αποκλειστεί από τις αγορές κι εξαρτιόταν από τον μηχανισμό διάσωσης για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της, έδωσε τροφή για μια σειρά αισιόδοξων προβλέψεων που ως κατάληξη είχαν το τέλος της κρίσης. Το κλίμα της ευφορίας που καλλιεργήθηκε ακόμη κι από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μανουέλ Μπαρόζο, διέκοψε απότομα ο ίδιος ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, που στις 9 Ιανουαρίου ξεκαθάρισε ότι είναι πολύ νωρίς για να ανακοινώσουμε την έξοδο από την κρίση. Το ίδιο ακριβώς είχε τονίσει κι η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, πριν δύο εβδομάδες, στρεφόμενη στην από δω μεριά του Ατλαντικού και κόβοντας απότομα έτσι την σχετική συζήτηση. Η κρίση στην ευρωζώνη επομένως εξακολουθεί να είναι εδώ. Η κρίση εξακολουθεί να είναι παρούσα όμως κι εκεί ...στην Ιρλανδία, έστω κι αν μπόρεσε να δανειστεί με χαμηλά επιτόκια. Το δείχνει η ανησυχητική πορεία θεμελιωδών οικονομικών στοιχείων (δημόσιο χρέος για παράδειγμα στο 124,4% του ΑΕΠ για το 2013 και δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους 7,4%) που δεν εμπνέουν καμία αισιοδοξία. Η αντίφαση μεταξύ αυτής της πραγματικότητας και του εορταστικού κλίματος δεν έμεινε ασχολίαστη από τους Φαϊνάσιαλ Τάιμς οι οποίοι στις 15 Δεκεμβρίου φιλοξενούσαν δήλωση επικεφαλής θινκ τανκ που κατέληγε πως οι εξελίξεις στην Ιρλανδία «είναι ένα ακόμη παράδειγμα για τον πως οι μακροχρόνιες πολιτικές υπονομεύουν τα ουσιώδη οικονομικά της ευρωζώνης. Οι διαμορφωτές πολιτικής αναγνωρίζουν ότι τα θεμελιώδη μεγέθη συνεχίζουν να είναι σε κρίσιμη κατάσταση, ανάλογοι προβληματισμοί όμως μπήκαν σε δεύτερη μοίρα δεδομένης της πολιτικής ανάγκης να πουλήσουν καλές ειδήσεις». Η ίδια δε η εφημερίδα συνέχιζε με τα εξής: «Η έλλειψη συζήτησης αντανακλά την σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία της ΕΕ να πουλήσει την Ιρλανδία σαν ένα επιτυχημένο παράδειγμα και τις ανησυχίες των τεχνοκρατών για την οικονομική υγεία του Δουβλίνου».
Ακόμη κινδυνεύουν οι τράπεζες
Η ανησυχία ωστόσο δεν προέρχεται μόνο από την κακή κατάσταση των μακροοικονομικών στοιχείων. Κι οι τράπεζες ακόμη βρίσκονται στην ίδια θλιβερή κατάσταση, «αποτελώντας μια σημαντική απειλή για την ευρύτερη οικονομική ανάκαμψη», όπως τόνιζε η βρετανική εφημερίδα στις 15 Δεκεμβρίου. «Οι δύο μεγαλύτεροι δανειστές Bank of Ireland και Allied Irish Banks ακόμη μάχονται να πείσουν ότι είναι χρηματοοικονομικά υγιείς. Καθώς οι αναλυτές λένε ότι οι δύο τράπεζες έχουν κάνει σημαντική πρόοδο επαναφέροντας τους κατεστραμμένους τους ισολογισμούς μετά την διάσωσή τους το Νοέμβριο του 2010, κι οι δύο αναμένεται να εμφανίσουν ζημιές αυτό το χρόνο, ασκώντας ακόμη μεγαλύτερη πίεση στην ήδη επισφαλή κεφαλαιακή τους θέση». Η δεινή οικονομική θέση των ιρλανδικών τραπεζών (όπως φαίνεται μεταξύ άλλων κι από την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν φτάσει στο 25%), αποτελεί σκάνδαλο και κορυφαία αποτυχία της Τρόικας δεδομένου ότι η διάσωση της Ιρλανδίας ήταν αποδεδειγμένα πλέον το προκάλυμμα κι επί της ουσίας επρόκειτο για μια επιχείρηση διάσωσης των τραπεζών. Όχι της Ιρλανδίας. Όπως άλλωστε κι η χρεοκοπία της Ιρλανδίας, χρεοκοπία των τραπεζών ήταν πριν απ' όλα και μετατράπηκε στη συνέχεια σε χρεοκοπία του κράτους όταν η κυβέρνηση ανέλαβε να σώσει τις τράπεζες με δημόσιο χρήμα. Το δημόσιο χρέος της Ιρλανδίας το 2008 ήταν 44,2% (όταν ο μέσος όρος του χρέους στην ευρωζώνη έφτανε το 70,1%!), το 2009 ανήλθε σε 64,8%, το 2010 σε 92,1%, το 2011 σε 106,4% και το 2012 σχεδόν τριπλασιάστηκε φτάνοντας το 117,6%. Φαίνεται δηλαδή πεντακάθαρα πως η Ιρλανδία έχαιρε άκρας δημοσιονομικής υγείας μέχρι που ανέλαβε να σώσει τις τράπεζες. Οι τράπεζες ωστόσο μπορεί να μην χρεοκόπησαν, αλλά ούτε και σώθηκαν.
Φτώχεια, ανεργία, πείνα, μετανάστευση
Από την άλλη μεριά όμως ο ιρλανδικός λαός μάτωσε, καθώς από το 2008 στις τράπεζες κατευθύνθηκαν πολύ περισσότερα χρήματα απ' ότι εισέρρευσαν στη χώρα μέσω του μηχανισμού διάσωσης που διαχειρίστηκε 67,5 δισ. ευρώ. Απ' αυτά μάλιστα τα χρήματα τα 40,2 δισ. ήρθαν από ευρωπαϊκές πηγές (17,7 από τον EFSF και 22,5 από τον EFSM), τα 22,5 από το ΔΝΤ, 4,8 δισ. ευρώ από διμερή δάνεια (Αγγλία, Δανία, Σουηδία), ενώ 17,5 δισ. ευρώ προήλθαν από το ασφαλιστικό σύστημα της Ιρλανδίας (NPRF) κι από αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας. Επί της ουσίας δηλαδή οι Ιρλανδοί έχασαν τις συντάξεις και τις ασφαλιστικές παροχές τους για να σωθούν οι τράπεζες. Έχασαν επιπλέον κι άλλα. Για παράδειγμα, τα επιδόματα ανεργίας των νέων μειώθηκαν στο μισό, ο ΦΠΑ αυξήθηκε στο 23%, τα επιδόματα για τα παιδιά μειώθηκαν σημαντικά, ο ένας στους τρεις, με βάση ευρωπαϊκές στατιστικές, βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ο ένας στους δέκα υποφέρει από πείνα, κι η ανεργία παραμένει στο 13%. Ποσοστό που μπορεί να φαίνεται μικρό σε σχέση με τις ελληνικές επιδόσεις, δεν παύει όμως να είναι ασήμαντα μικρότερο από το ρεκόρ του 2011 και 2012 (15%) και σημαντικά μεγαλύτερο, σχεδόν διπλάσιο, από το επίπεδο της ανεργίας πριν την κρίση (7% το 2009). Η κρίση δεν επηρέασε επίσης όλους τους Ιρλανδούς το ίδιο. Ενώ το διαθέσιμο εισόδημα του φτωχότερου 10% μειώθηκε κατά 26% μέσα μόλις σε ένα χρόνο, τον ίδιο αυτό χρόνο το εισόδημα του πλουσιότερου 10% αυξήθηκε κατά 8%. Η κρίση επομένως, μέσω των εξοντωτικών προγραμμάτων λιτότητας, έκανε τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους, ενώ ανάγκασε και 300.000 νέους μέσα σε 4 χρόνια να μεταναστεύσουν. Επομένως χρειάζεται πολύ θράσος για να χαρακτηρίσει κάποιος την Ιρλανδία πετυχημένο παράδειγμα. Εκτός κι αν ο στόχος ήταν εξ αρχής η εξαθλίωση των πολλών κι ο περαιτέρω, προκλητικός πλουτισμός των λίγων. Τότε ναι, η Ιρλανδία αποτελεί επιτυχία...
Πηγή: «ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου