ΣΆΒΒΑΤΟ, 2 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2013
Οι απολύσεις στο Ριζοσπάστη φαίνεται να μην έχουν τελειωμό. Την Τρίτη 29 Οκτωβρίου απολύθηκαν ο Νίκος Μπογιόπουλος (με απόφαση της ΚΕ όπως γράφτηκε στα ΜΜΕ και δεν διαψεύστηκε) και ο κοινοβουλευτικός συντάκτης Γιάννης Φωτούλας. Την Τετάρτη 30 Οκτωβρίου απολύθηκαν ο οικονομικός συντάκτης Θανάσης Κανιάρης και ο συντάκτης του Αθλητικού Γιώργος Κατζιλιέρης. Όλοι τους με πολύχρονη υπηρεσία στην εφημερίδα του κόμματος, με μεγάλη εμπειρία και τεράστια προσφορά.
Ένα ακόμη σπουδαίο μέρος του κομματικού - δημοσιογραφικού κεφαλαίου, που δημιουργήθηκε με πολύχρονους κόπους, πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων ή για την ακρίβεια δόθηκε τζάμπα προς αξιοποίηση στην ελεύθερη αγορά (γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι για να ζήσουν κάπου θα βρουν δουλειά στο τέλος - τέλος) αντί να το έχει η κομματική εφημερίδα και να της δίνει τόκους.
Ο κατάλογος των απολυμένων
Για να συνειδητοποιηθεί το μέγεθος της καταστροφής που έχει συμβεί στο Ριζοσπάστη θα παραθέσουμε όλο τον κατάλογο των απολύσεων, που ξεκίνησαν τον περασμένο Δεκέμβριο, όπως τον διαμορφώσαμε από τα, κατά καιρούς, δημοσιεύματα. Αν αυτός ο κατάλογος είναι ελλιπής, θα παρακαλούσαμε τους αναγνώστες μας να μας βοηθήσουν στη συμπλήρωσή του.
Δεκέμβριος 2012: Δημήτρης Μηλάκας, Αντρέας Παγανόπουλος, Ανθή Γεωργίου, Ρούλα Μπανάκου, Γεράσιμος Λιβιτσάνος.
Ιανουάριος 2013: Κλωντίν Χέσπερ, Γιώργος Πετρόπουλος, Έρση Κουμπούρη.
Φεβρουάριος: Κώστας Δέτσικας, Κυριάκος Ζηλάκος, Μελίνα Ζιάγκου, Χαρά Κατσούλη, Λαμπρινή Πίτακα (ανταποκρίτρια στην Κρήτη)
Μάρτιος: Δεν έγιναν απολύσεις
Απρίλιος: Παναγιώτης Κακαλής, Γιώργος Μιχαηλάρης, Μάκης Χολέβας.
Μάιος: Χριστίνα Μαυροπούλου, Βασίλης Παπαγεωργίου, Γιώργος Φλωράτος.
Ιούνιος: Δεν έγιναν απολύσεις
Ιούλιος: Νίκος Πέρπερας, Ελένη Αργυρίου.
Αύγουστος: Μάρκος Δολόπικος, Γιώργος Γεωργουβιάς, Νίκος Τσακανίκας, Γιώτα Διαμαντάκη.
Σεπτέμβριος: Δεν έγιναν απολύσεις
Οκτώβριος: Νίκος Μπογιόπουλος, Γιάννης Φωτούλας, Θανάσης Κανιάρης, Γιώργος Κατζιλιέρης.
Πληροφορίες λένε ότι έχει απολυθεί και ο ανταποκριτής του Ριζοσπάστη στα Γιάννενα ενώ στον κατάλογο δεν περιλαμβάνεται ο σκιτσογράφος Κώστας Γρηγοριάδης ο οποίος αποχώρησε τον Ιούλιο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για όσα συνέβαιναν στην κομματική εφημερίδα. Ακόμη στον κατάλογο δεν περιλαμβάνονται όσοι εργαζόμενοι απολύθηκαν από το διοικητικό προσωπικό της Σύγχρονης Εποχής (αποτελεί κοινή εταιρεία με τον Ριζοσπάστη).
Ορισμένα ποιοτικά στοιχεία
Ο παραπάνω κατάλογος θα ήταν ελλιπής χωρίς ορισμένα ποιοτικά στοιχεία. Το να πούμε πως όλοι όσοι απολύθηκαν ήταν ικανότατοι και αξιολογότατοι κομμουνιστές δημοσιογράφοι είναι κοινός τόπος. Όλοι τους έχουν πάνω από 10 χρόνια στην εφημερίδα, οι περισσότεροι από 20 και πάνω ενώ υπάρχει απολυμένος συντάκτης (ο Νίκος Πέρπερας) με 32 χρόνια δουλειάς στον Ριζοσπάστη. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά:
Πρώτο: Όπως αναφέρουν οι πληροφορίες μας, οι δημοσιογράφοι που απολύθηκαν και είναι κομματικά μέλη, είναι όλοι τους διαφωνούντες με την γραμμή του 19ου Συνεδρίου. Δεν έχει γίνει ούτε μία απόλυση συμφωνούντος. Το σημειώνουμε αυτό όχι γιατί θα επιθυμούσαμε μια τέτοια απόλυση αλλά γιατί αποδεικνύεται πως η κομματική ηγεσία που κάνει τις απολύσεις- ένα μικρό τμήμα της ΚΕ για την ακρίβεια με την συγκατάθεση, την σιωπή ή την ανοχή των υπολοίπων του κεντρικού κομματικού οργάνου- τις κάνει με πολιτικά κριτήρια. Στην πραγματικότητα κάνει εσωκομματική εκκαθάριση των μη αρεστών προφασιζόμενη τις οικονομικές δυσκολίες του κόμματος οι οποίες, βεβαίως, είναι πραγματικές. Δεν εκκινείται όμως από αυτές για να καταλήξει ποιον θα απολύσει και ποιον θα κρατήσει. Αυτό πια είναι αυταπόδεικτο. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι αντικειμενικό: Τι κοινό με τον κομμουνισμό έχει μια τέτοια πρακτική; Απορρέει από τη θεωρία του μαρξιστικού- λενινιστικού κόμματος νέου τύπου; Απορρέει από το καταστατικό; Απορρέει από μια δοκιμασμένη θετική πείρα του κομμουνιστικού κινήματος ή από μια άκρως καταστροφική; Μήπως απορρέει από τα στενά προσωπικά συμφέροντα μιας ηγετικής ομάδας που για να παραμείνει ηγετική (δηλαδή στις καρέκλες της), συμπεριφέρεται στο κόμμα σα να είναι ιδιοκτησία της, εκκαθαρίζοντας και απομακρύνοντας όποιον την αμφισβητεί στο πλαίσιο του καταστατικού;
Δεύτερο: Οι δημοσιογράφοι που απολύθηκαν και δεν είναι κομματικά μέλη, απολύθηκαν- στην πλειοψηφία τους- γιατί διαφώνησαν με τις απολύσεις, γιατί ζήτησαν εξηγήσεις από την κομματική ηγεσία και αυτή απαξίωσε να τους τις παρέχει και να συζητήσει ανοικτά μαζί τους (πέραν δηλαδή του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν»), ορισμένοι γιατί διεκδίκησαν δικαστικά τα δεδουλευμένα τους μετά από 5, 6, 7, 8, κλπ. μήνες μη καταβολής της μισθοδοσίας. Ελάχιστοι (δυο- τρεις) είναι οι δημοσιογράφοι που δεν έκαναν τίποτα από τα παραπάνω αλλά είδαν την πόρτα της εξόδου. Χρειάζεται επίσης να σημειώσουμε πως μόνο ο Θανάσης Κανιάρης από τους εξωκομματικούς είχε γράψει στον προσυνεδριακό διάλογο (ΚΟΜΕΠ) επικριτικό άρθρο για την πορεία του κόμματος, κάτι που ενδεχομένως βάρυνε- αν δεν ήταν ο κύριος λόγος- για την απόλυσή του.
Είναι φανερό ότι και οι απολύσεις εξωκομματικών έγιναν με πρόφαση τα οικονομικά προβλήματα του κόμματος. Δεν υπαγορεύτηκαν όμως από αυτά τα οικονομικά προβλήματα αλλά από την θέληση της κομματικής ηγεσίας να εκκαθαρίσει ότι θεωρούσε πως κινείται εναντίον της, ακόμη κι αν αυτό συμπυκνωνόταν στην πιο ανθρώπινη και πιο ηθική διεκδίκηση: «πληρώστε μου τους μισθούς μου για να ζήσω σαν άνθρωπος».
Κι ο τελευταίος εργαζόμενος σ’ αυτή τη χώρα γνωρίζει πως αυτές οι απολύσεις χαρακτηρίζονται εκδικητικές (αφού είναι απάντηση σε διεκδίκηση νόμιμων εργασιακών δικαιωμάτων) και είναι παράνομες με την αστική νομοθεσία, για την οποία, όμως, μάτωσε η εργατική τάξη ώστε να υπάρχει ως ελάχιστο μέτρο προστασίας της. Οι νομικοί σύμβουλοι της κομματικής ηγεσίας (οι οποίοι είναι ειδήμονες ώστε να την συμβουλεύουν ποιον αντεργατικό νόμο θα χρησιμοποιήσει για να κάνει απολύσεις ή για να μην καταβάλει δεδουλευμένα) ασφαλώς θα την έχουν ενημερώσει πως αν, τουλάχιστον, αυτοί οι απολυμένοι- μη κομματικοί- δημοσιογράφοι προσφύγουν στη δικαιοσύνη θα πετύχουν ανάκληση των απολύσεών τους και καταβολή μισθών για όλο το διάστημα που ήταν παρανόμως εκτός εργασίας. Πληροφοριακά αναφέρουμε- από έρευνα που κάναμε- πως κανένας από τους απολυμένους- μη κομματικούς ή κομματικούς δεν πήγε τον Ριζοσπάστη στα δικαστήρια ζητώντας να ανακληθεί η απόλυσή του. Αυτό, μάλλον, αποδεικνύει δύο πράγματα: α) Όσοι από τους απολυμένους πήγαν, πριν απολυθούν, στα δικαστήρια τον Ριζοσπάστη το έκαναν διεκδικώντας το αυτονόητο: Το μισθό τους που είναι βασική προϋπόθεση για να διατηρήσουν στοιχειώδεις όρους, φτωχικής μεν αλλά αξιοπρεπούς επιβίωσης. β) Έχει διαμορφωθεί, από την κομματική ηγεσία, τέτοιο νοσηρό κλίμα στην εφημερίδα που λειτουργεί αποτρεπτικά στο να θέλει κάποιος να επιστρέψει σ’ αυτήν. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι αντικειμενικό: Τι το κομμουνιστικό υπάρχει σ’ αυτή την κατάσταση; Τι προσφέρει αυτή η κατάσταση στο κόμμα; Αποτελεί ή δεν αποτελεί απόδειξη πως η κομματική ηγεσία εκκαθαρίζει ότι αντιστέκεται στην αυθαιρεσία της, υπερασπιζόμενη τις καρέκλες της, ταυτίζοντας τον εαυτό της με το κόμμα ακόμη κι αν κάτι τέτοιο το πλήττει ανεπανόρθωτα;
Η περίπτωση Μπογιόπουλου
Στην περίπτωση της απόλυσης του Ν. Μπογιόπουλου η κομματική ηγεσία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει όλα τα προσχήματα. Δεν άφησε την απόλυση να την κάνει η διεύθυνση του Ριζοσπάστη, δεν κρύφτηκε πίσω από το κομματικό οικονομικό πρόβλημα. Την απόφαση της απόλυσης την πήρε η ΚΕ. Τον απαλλάσσει, λέει, από τα καθήκοντά του στον Ριζοσπάστη γιατί διαφώνησε με το σχέδιο ανασυγκρότησης της εφημερίδας (έτσι βαφτίζει τις απολύσεις η ΚΕ.) και γιατί αρνήθηκε να υπογράψει ατομική σύμβαση εργασίας. Αυτά διαβάσαμε στον Τύπο (ηλεκτρονικό και έντυπο) κι αν η ΚΕ θεωρεί πως δεν είναι η αλήθεια ας δώσει ολόκληρο το σκεπτικό της στη δημοσιότητα.
Διαβάσαμε, επίσης, ότι ο Ν. Μπογιόπουλος, εδώ και δύο μήνες, είχε παραιτηθεί του κομματικού μισθού που θα του καταβαλλόταν με την υπογραφή της ατομικής σύμβασης εργασίας δηλώνοντας αρμοδίως στους κομματικούς ιθύνοντες ότι θα δουλεύει αμισθί στο Ριζοσπάστη και για το λόγο αυτό θα αναζητούσε τα προς το ζην σε μη ανταγωνιστικό, προς την εφημερίδα, Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης. Αν όλα αυτά ισχύουν, τότε είναι βέβαιο πως η κομματική ηγεσία βρήκε το μπελά της. Έχοντας προαποφασίσει να απαλλαγεί από τον εν λόγω δημοσιογράφο- λόγω των διαφωνιών που εξέφρασε στον προσυνεδριακό διάλογο- εξευτέλισε κάθε έννοια κομματικού καθήκοντος και κομματικής χρέωσης και προχώρησε στην εκκαθάρισή του με ανοικτούς πολιτικούς όρους. Οικονομικό ζήτημα δεν μπορούσε να επικαλεστεί γιατί ο Μπογιόπουλος παραιτήθηκε των οικονομικών απολαβών για την δουλειά του στην εφημερίδα. Έτσι ενέταξε τη διευθέτηση του όλου ζητήματος σ’ αυτό που στην κομματική γλώσσα λέγεται διάταξη κομματικών δυνάμεων και κομματικών στελεχών. Το κόμμα αποφασίζει πως και που θα διατάξει τα μέλη του και τα στελέχη του επομένως πως και που θα διατάξει τον Μπογιόπουλο.
Στην αρχή του έκοψαν τη σελίδα στον Ριζοσπάστη και μετά τον έδιωξαν δια της απαλλαγής καθηκόντων. Μα καλά θα πει κάποιος: Δεν έχει δικαίωμα το κόμμα να αποφασίζει για την διάταξη κομματικών δυνάμεων και προσώπων; Βεβαίως και την έχει. Αλλά γιατί αποφάσισε να αλλάξει τη διάταξη στο πρόσωπο του Μπογιόπουλου; Για να προσφέρει από κάπου αλλού περισσότερα και καλύτερα, για να αξιοποιηθούν καλύτερα οι δυνατότητες και οι ικανότητες που έχει ή για κάποιο διαφορετικό λόγο; Η διάταξη των κομματικών δυνάμεων από το κόμμα, δηλαδή από την ηγεσία, δεν γίνεται αυθαίρετα. Κι όταν πρόκειται για ηγεσία που σέβεται τις μαρξιστικές- λενινιστικές αρχές συγκρότησης και λειτουργίας του κόμματος, αυτή η διάταξη γίνεται με στόχο το κάθε κομματικό μέλος και στέλεχος να αποδώσει περισσότερο για το κόμμα. Ας μας πει επομένως η ΚΕ ποιο είναι εκείνο το καλύτερο πόστο απόδοσης στην κομματική δουλειά που βρήκε για τον Μπογιόπουλο απ’ αυτό που κράταγε μέχρι σήμερα γράφοντας στην εφημερίδα; Επιπλέον, επειδή η δημοσιογραφία είναι μια πολύ ειδική δουλειά και οι καλοί δημοσιογράφοι δεν δημιουργούνται από την μία μέρα στην άλλη (είναι συνδυασμός εκπαίδευσης και ικανοτήτων), ας μας πει η ΚΕ πως θα αντισταθμιζόταν η καταστροφή του Μπογιόπουλου ως δημοσιογράφου του Ριζοσπάστη ώστε το κόμμα να έχει όφελος παρά ζημιά; Το ίδιο ερώτημα ισχύει και για το σύνολο των απολυμένων δημοσιογράφων από την εφημερίδα.
Ας σταματήσουν τα παραμύθια. Η απόλυση του Μπογιόπουλου πάρθηκε με τα στενά, καταστροφικά για το κόμμα, κριτήρια μιας ηγεσίας που θέλει να μείνει στη θέση της πάση θυσία, που ενεργεί για ίδιον και όχι για κομματικό όφελος και που εκκαθαρίζει όσους δεν της είναι απόλυτα υποτακτικοί. Μ’ αυτά τα κριτήρια απολύθηκαν όλοι οι δημοσιογράφοι- κομματικά μέλη στον Ριζοσπάστη. Απλώς στην περίπτωση του Μπογιόπουλου αυτό υπήρξε καταφανές και προκλητικό. Για να πραγματοποιήσουν την απόλυσή του, οι κομματικοί ιθύνοντες υποχρεώθηκαν να υπερασπιστούν το αντεργατικό μέτρο των ατομικών συμβάσεων και να αρνηθούν την εθελοντική δουλειά στο κόμμα, την οποία κατά τ’ άλλα έχουν περί πολλού.
Ας δούμε όμως λίγο εκτενέστερα αυτό το ζήτημα με τις ατομικές συμβάσεις.
Το όνειδος των ατομικών συμβάσεων
Η ηγεσία του κόμματος επικαλείται το καταστατικό που ψήφισε το 19ο Συνέδριο για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι καλεί τους δημοσιογράφους- κομματικά μέλη- στο Ριζοσπάστη να παραιτηθούν από τις σημερινές τους συμβάσεις εργασίας τους και να υπογράψουν ατομικές. Στο σημείωμα της σύνταξης που δημοσιεύεται στον Ριζοσπάστη της 31 Οκτωβρίου διαβάζουμε: «Στο νέο Καταστατικό του Κόμματος, προσδιορίζονται μια σειρά από ζητήματα για τα μέλη του Κόμματος που απασχολούνται σε τομείς της ιδεολογικο-πολιτικής δραστηριότητάς του όπως ο ‘‘Ριζοσπάστης’’. Προβλέπεται καταστατικά ότι, όπως και τα άλλα στελέχη που δουλεύουν σε άλλους τομείς δράσης του Κόμματος, κεντρικά και τοπικά, σε Τμήματα και σε Οργανώσεις, έτσι και στα έντυπα του Κόμματος οι εργαζόμενοι αυτοί στηρίζονται οικονομικά με ποσό που κυμαίνεται και δεν υπερβαίνει το μέσο μισθό των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Στον ‘‘Ριζοσπάστη’’, σε αντίθεση με τις αστικές εφημερίδες, δεν υπάρχουν δημοσιογράφοι κομματικά μέλη πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, κάποιοι επαγγελματίες καριέρας και άλλοι όχι. Η καταστατική πρόβλεψη ισχύει για όλους χωρίς εξαιρέσεις».
Ερώτημα πρώτο: Στο Ριζοσπάστη δουλεύουν και μη κομματικά μέλη. Μ’ αυτούς τι θα γίνει που δεν τους πιάνει το καταστατικό; Θα τους ζητηθεί να υπογράψουν ατομική σύμβαση εργασίας παραιτούμενοι από την ισχύουσα που σημαίνει παραίτηση απ’ όλα τα εργασιακά δικαιώματα που έχουν αποκτήσει με τη δουλειά τους; Κι αν αρνηθούν θα απολυθούν ή θα μείνουν στην εφημερίδα οπότε με βάση το… ευφυές σκεπτικό της σύνταξης του Ριζοσπάστη θα αποτελούν την μισθολογική ελίτ κατά τα πρότυπα του αστικού Τύπου; Με τα κομματικά μέλη που θα αρνηθούν να υπογράψουν ατομικές συμβάσεις τι θα γίνει; Θα απολυθούν κι αυτά; Να περιμένουμε δηλαδή ένα νέο τσουνάμι απολύσεις στο Ριζοσπάστη προς τιμή των ατομικών συμβάσεων;
Ερώτημα δεύτερο: Υπάρχει κομματικό μέλος- δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη που αρνήθηκε να υπογράψει ατομική σύμβαση εργασίας επειδή θέλει, κατά τα πρότυπα του αστικού Τύπου, να είναι πρώτης κατηγορίας και επαγγελματίας καριέρας; Αν δεν υπάρχει, με ποιο δικαίωμα η σύνταξη του Ριζοσπάστη αφήνει υπονοούμενα σε βάρος της κομματικής τιμής και της αξιοπρέπειας των συντρόφων που αρνούνται να υπογράψουν ατομική σύμβαση;
Ερώτημα τρίτο: Υπάρχει δημοσιογράφος- κομματικό μέλος που αρνήθηκε να προσαρμοστεί ο μισθός του στα προβλεπόμενα από το καταστατικό; Γιατί αυτή η προσαρμογή δεν μπορεί να γίνει όπως έγινε και το 2010 με την σιωπηρή μείωση των μισθών των κομματικών μελών και τώρα ζητείται υπογραφή ατομικής σύμβασης εργασίας;
Ερώτημα τέταρτο: Το ΚΚΕ έχει επαγγελματικά στελέχη από ιδρύσεώς του. Πως τα έχει; Τα είχε ποτέ με ατομικές συμβάσεις εργασίας ή με την συλλογική σύμβαση του κλάδου από τον οποίο προέρχονταν πριν επαγγελματοποιηθούν; Γιατί τώρα καταφεύγει στο έκτρωμα των ατομικών συμβάσεων την στιγμή που πουθενά αλλού δεν υποστηρίζει αυτές τις συμβάσεις παρά μόνο στο εσωτερικό του;
Ερώτημα πέμπτο: Πριν από μερικά χρόνια- προ κρίσης- το ΚΚΕ ζητούσε κατώτατο μισθό τα 1400 ευρώ. Όταν οι αντίπαλοι ρωτούσαν «γιατί αυτό δεν το εφαρμόζετε στους δικούς σας εργαζόμενους;», οι κομμουνιστές απαντούσαν: «Γιατί αυτό σημαίνει σπάσιμο των συλλογικών συμβάσεων και πέρασμα στις ατομικές συμβάσεις εργασίας». Δηλαδή, όταν ήταν να δώσουμε παραπάνω δεν θέλαμε να σπάσουμε τις συλλογικές συμβάσεις. Τώρα που θέλουμε να δώσουμε πολύ παρακάτω τις σπάμε στο όνομα του κόμματος και της τήρησης του καταστατικού. Μόνο που το καταστατικό δεν λέει τίποτα για τις συμβάσεις. Για το ύψος του μισθού λέει. Ποιες αρχές του κομμουνισμού υπάρχουν σ’ αυτή την πρακτική;
Ερώτημα έκτο και τελευταίο: Πως το ΚΚΕ έχοντας εφαρμόσει στο εσωτερικό του το όνειδος των ατομικών συμβάσεων θα πάει στην εργατική τάξη και θα της ζητήσει να παλέψει ενάντια σε παρόμοιες απαιτήσεις των εργοδοτών; Πως θα ζητήσει από την εργατική τάξη και το λαό να παλέψουν ενάντια στα αντεργατικά μέτρα του μνημονίου όταν εφαρμόζει την κορωνίδα αυτών των μέτρων;
Είναι γνωστό, από τότε που εμφανίστηκε ο καπιταλισμός, ότι η αστική τάξη αντιμετωπίζει την εργατική δύναμη ως εμπόρευμα. Είναι γνωστό επίσης ότι ίδια εμπορεύματα σε μία αγορά ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Είναι ακόμη γνωστό ότι το όνειρο των αστών είναι μια αγορά εργασίας όπου ο κάθε εργαζόμενος θα πουλά το προϊόν - εργατική δύναμη που κατέχει ανταγωνιζόμενος τον συνάδελφό του εργαζόμενο κάτοχο και πωλητή του ίδιου προϊόντος. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που κατακτήθηκαν με πολλούς και σκληρούς αγώνες, θυσίες και αίμα από τους εργαζόμενους, ανέτρεψαν τα σχέδια της αστικής τάξης για την αγορά εργασίας στον καπιταλισμό. Οι εργαζόμενοι πουλούν ενωμένοι την εργατική τους δύναμη μέσω αυτών των συμβάσεων. Και την πουλούν συλλογικά κι όχι ατομικά- ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Οι ατομικές συμβάσεις επαναφέρουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών στην αγορά εργασίας, εξατομικεύουν τον εργάτη ως κάτοχο της εργατικής δύναμης, διασπούν την στοιχειώδη, τη βασική, την ελάχιστη βάση ενότητας της εργατικής τάξης. Η ηγεσία του ΚΚΕ γιατί πρωταγωνιστεί σε κάτι τέτοιο; Δεν αντιλαμβάνεται ότι οι ατομικές συμβάσεις εξυπηρετούν απόλυτα το συμφέρον της αστικής τάξης και του μεγάλου κεφαλαίου; Δεν καταλαβαίνει ότι αυτό είναι καίριο χτύπημα στην εργατική τάξη; Περισσότερα σχόλια περιττεύουν.
Αλέξης Θεοδώρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου