Η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής αντιμετωπίσθηκε και
εξακολουθεί να προ-σεγγίζεται στην εποχή μας υπό το πρίσμα της αυστηρής
διχοτομίας ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα που το ενσαρκώνει ταυτολογικά το κράτος
και στην κοινωνία που καλείται να αρκεσθεί σε μια θέση ιδιώτη. Η συνάντηση,
επομένως, της κοινωνίας των πολιτών με την πολιτική εγκαθίσταται σε ένα
εξωθεσμικό περιβάλλον, η δε σχέση τους διαμεσολαβείται οριακά από τις ομάδες
συμφερόντων και τις πολιτικές δυνάμεις. Κατά τούτο, οι πολιτικές του κράτους/συστήματος
απόκεινται εξ ολοκλήρου στους συσχετισμούς δύναμης που αναδεικνύει το εσωτερικό
και το διακρατικό κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι.
Στο πλαίσιο αυτό, σταθερά του νεοελληνικού κράτους από τη
δεκαετία του 1830 υπήρξε η χαοτική απόσταση που διαστέλλει τη βούληση της
κοινωνίας από τις πολιτικές του και το συμφέρον της κοινωνικής συλλογικότητας.
Στον ευρωπαϊκό ορίζοντα η σχέση αυτή γνώρισε...
πολλές διακυμάνσεις. Από τη δεκαετία του 1980 η απόκλιση του πολιτικού από το κοινωνικό αρχίζει και εκεί να αποκτά μια ισχυρή θέση. Όμως, για εντελώς διαφορετικούς λόγους.
πολλές διακυμάνσεις. Από τη δεκαετία του 1980 η απόκλιση του πολιτικού από το κοινωνικό αρχίζει και εκεί να αποκτά μια ισχυρή θέση. Όμως, για εντελώς διαφορετικούς λόγους.
Στην άλλη Δύση, η διάσταση της πολιτικής από την κοινωνική
συλλογικότητα οφείλεται στη διάρρηξη της σχετικής ισορροπίας που είχε
αποκατασταθεί επί μακρόν μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς. Στην Ελλάδα
θεμέλια βάση της διάστασης αυτής αποτέλεσε η μονοσήμαντη ηγεμονία της πολιτικής
τάξης, που επήλθε λόγω της κατάργησης της θεσμημένης κοινωνικής συλλογικότητας
και της συστηματικής απαγόρευσης εισόδου στο νεοελληνικό κράτος της ελληνικής
οικουμενικής αστικής τάξης.
Πιο συγκεκριμένα, η βαυαροκρατία κατάργησε την θεσμημένη,
εντός της πολιτείας, συλλογικότητα του Έλληνα ως ασύμβατη με την ευρωπαϊκή
αντίληψη της προόδου που εξέφραζε η απολυταρχία. Κατ’ αυτήν, η κοινωνία δεν
είχε θέση στην πολιτεία, όφειλε να κινείται στο εξωθεσμικό πεδίο ως αγέλη και
υπό την καθοδήγηση των ηγητόρων της. Οι συνελεύσεις του λαού, θα υποστηρίξει ο
Κάρολος φον Άβελ, «αγγίζουν το επίπεδο των ταπεινών συναισθημάτων και της
ιδιοτέλειας, και οι αποφάσεις που προκύπτουν από τις εκεί συζητήσεις είναι πολύ
αδύναμες για να προωθήσουν το δημόσιο συμφέρον, επειδή οι συμμετέχοντες δεν
έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν την αναγκαία, ακριβή και εκ βάθρων γνώση για
τα ζητήματα της πολιτικής που συζητούνται…».
Το γεγονός ότι αυτή ήταν εγκατεστημένη στο πεδίο των κοινών
-της θεμέλιας κοινωνίας των Ελλήνων που διακίνησε την κοσμοσυστημική τους
Ιστορία πριν από το κράτος έθνος- έχει ελάχιστη σημασία. Αντί η θέσμιση της
κοινωνικής συλλογικότητας εντός της πολιτείας του κοινού -της ομόλογης προς την
κοινωνία του κράτους έθνους- να μεταστεγασθεί σ’ αυτό, καταργήθηκε. Το
αποτέλεσμα ήταν ακαριαίο: Η δημοκρατικού τύπου πολιτική ανάπτυξη του Έλληνα που
ξέμεινε ως νοοτροπία/συμπεριφορά, οδηγήθηκε σε διαπραγμάτευση κατ' άτομον με
τον πολιτικό που ενσάρκωσε στο πρόσωπό του την έννοια του δήμου. Η πελατειακή
θέσμιση του κράτους/πολιτείας εδράζεται ακριβώς στην κοσμοϊστορική αυτή
μεταβολή.
Η δεύτερη αποστολή
Εφεξής, η πολιτική τάξη, που ανδρώθηκε με τις προδιαγραφές
της εξάρτησης στο κλίμα του κράτους/προτεκτοράτου, εκαλείτο να αναλάβει την
δεύτερη αποστολή. Να αποδομήσει τον μείζονα ελληνισμό, με προέχουσα την
οικουμενική αστική τάξη. Αυτό έγινε στο όνομα της εθνικής ολοκλήρωσης, της
ακατάσχετης δηλαδή ρητορικής για τη Μεγάλη Ιδέα, η οποία ουδέποτε εντούτοις τον
19ο αιώνα αποτέλεσε πραγματικό εθνικό στόχο. Επιπλέον, το νεοελληνικό κράτος
απαγόρευσε ρητώς στην ελληνική αστική τάξη να εγκατασταθεί και να ευδοκιμήσει
στο εσωτερικό του. Εκτός από τα στοιχεία εκείνα που ήσαν προδιατεθειμένα να
παίξουν έναν συμπληρωματικό, παρασιτικό ρόλο στη νομή του.
Ώστε, το απολυταρχικό και στη συνέχεια πολιτικά κυρίαρχο
έναντι της ιδιωτικής πια κοινωνίας κράτος είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνο για την
πελατειακή του ανασυγκρότηση και τον προσανατολισμό των πολιτικών του από τον
κοινωνικό/εθνικό σκοπό, στο αποκλειστικό συμφέρον της πολιτικής τάξης και των
συγκατανευσιφάγων που το χρησιμοποιούσαν ως πρυτανείο σίτισης.
Το κράτος αυτό, όντας δομικά αναστίστοιχο προς την κοινωνική
συλλογικότητα, οδήγησε στην αποδόμηση του μείζονα ελληνισμού, στην εγκατάσταση
ενός σταθερού καθεστώτος εξάρτησης από τον ξένο παράγοντα και σε πολιτικές
αποδόμησης του δημοσίου συμφέροντος με πρόσημο την ιδιοποίηση και τη νομή του.
Η κρατική διανόηση απέμενε να τεκμηριώσει επιστημονικά την επιλογή αυτή, χρεώνοντας
στην κοινωνία και στις κληρονομιές της τα αρνητικά πεπραγμένα του κράτους.
Αντιπροσωπευτική
μετάλλαξη της πολιτείας
Η ανωτέρω προσέγγιση των σταθερών του νεοελληνικού κράτους,
υποδηλώνει ότι η αναζήτηση λύσης στο ελληνικό πρόβλημα στο πλαίσιό του, είναι
όχι μόνον ανέφικτη αλλά και αδιέξοδη. Πρώτον διότι, όπως επισήμανα στην αρχή, η
κρίση που διέρχεται ο δυτικός κόσμος αναγγέλλει προοπτικά τη μετάβαση από το
έθνος του κράτους στο έθνος της κοινωνίας, από την αυστηρή διχοτομία μεταξύ
(ιδιωτικής) κοινωνίας και πολιτικής (ως ταυτολογικής συνιστώσας του κράτους),
στην εταιρική συγκρότηση της πολιτείας. Τούτο σημαίνει ότι η αποκατάσταση της
ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας και αγοράς, υπέρ της κοινωνίας, θα αποκατασταθεί
μόνον με την θεσμική ενσωμάτωση της κοινωνικής συλλογικότητας στην πολιτεία.
Δεύτερον, επειδή η κληρονομημένη υψηλή πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής
κοινωνίας κάνει, αντικειμενικά, ανέφικτη τη διαμόρφωση συσχετισμών που να
οδηγούν στην εναρμόνιση των πολιτικών του κράτους προς το κοινό συμφέρον. Ο πολίτης
που έχει εθισθεί σε συμπεριφορές πολιτικής ατομικότητας, για να λειτουργήσει
συλλογικά πρέπει να θεσμηθεί ως πολιτειακή κατηγορία, να συγκροτηθεί με όρους
δήμου.
Έτσι ώστε η μετάβαση από το κράτος/ολοκληρωτικό ιδιοκτήτη
της πολιτείας, στην αντιπροσωπευτική πολιτεία, συνάδει τόσο με την μέση
προοπτική της εξέλιξης του σύγχρονου κόσμου όσο και με το διακύβευμα της
επιβίωσης του ελληνισμού ως πολιτικά συντεταγμένης εθνικής οντότητας. Η
αντιπροσωπευτική μετάλλαξη της πολιτείας προβάλλει ως μόνη ικανή να
ελαχιστοποιήσει το χάσμα μεταξύ της κοινωνικής συλλογικότητας και της
πολιτικής, καθώς εκεί η πολιτική εξουσία θα υποχρεωθεί να πολιτεύεται ως
εντολοδόχος των γενικών κατευθύνσεων που θα υπαγορεύει η κοινωνική βούληση, θα
ελέγχεται, θα ανακαλείται από αυτήν, θα υπόκειται για τις παρεκκλίσεις της στη
Δικαιοσύνη κ.λπ.
Με τη μετάβαση στην αντιπροσωπευτική πολιτεία, η κοινωνία θα
επανεύρει την θέση της ως λόγος ύπαρξης του κράτους, των αγορών κ.λπ. Το
πολιτικό κόστος θα εστιασθεί όχι πια στις αντιδράσεις των ομάδων που εξέχουν
της σύνολης κοινωνίας των πολιτών, αλλά στις συνέπειες από την απόκλιση της
πολιτικής από την βούληση της κοινωνίας.
Κλειδί η σχέση
εντολέα-εντολοδόχου
Για τον σύγχρονο νεοτερικό άνθρωπο που έχει εθισθεί στην
ιδέα ότι το βιούμενο πολιτικό σύστημα αποτελεί το καταστάλαγμα της δημοκρατικής
ολοκλήρωσης και ότι η πολιτειακή ενσωμάτωση της κοινωνίας των πολιτών είναι
αδιανόητη, η προοπτική αυτή αντιμετωπίζεται από εξωγήινη, ουτοπική έως
ανέφικτη. Η προσέγγιση αυτή, υποδηλώνει ότι στην κοινωνία προσήκε ένας ρόλος
ιδιώτη και, κατ’ επέκταση, η μονοσήμαντη ατομική ελευθερία. Εξού και η πολιτική
της λειτουργία εξαντλείται στη νομιμοποιητική ψήφο, στην υποστήριξη των
δυνάμεων διαμεσολάβησης και, στο πλαίσιο αυτό, μια εξωθεσμική αγελαία/μαζική
συμπεριφορά.
Εδώ ακριβώς, έγκειται το πρόβλημα. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν
συνεκτιμά ότι υπό τις παρούσες συνθήκες δεν είναι νοητή η έξοδος της κοινωνίας
από την αφάνεια με το πολιτειακό σύστημα και τους τρόπους δράσης της εποχής της
μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Ότι η σημερινή κρίση
αναγγέλλει τη μετάβαση σε μια νέα φάση του συνόλου ανθρωποκεντρικού
κοσμοσυστήματος. Ήδη, σημαίνουσες παράμετροι του κοινωνικού μας «είναι», όπως η
οικονομία και η επικοινωνία, έχουν μεταβεί στο μέλλον. Όμως, η ιδεολογία, το
σύστημα και η γνωσιολογία του Διαφωτισμού παραμένουν εγκιβωτισμένες στον 18ο
αιώνα. Εξού και στον δυτικό κόσμο, ενώ στο παρελθόν οδήγησε στην πρόοδο, σήμερα
έχει μεταβληθεί σε μια ακραιφνώς συντηρητική παράμετρο της εξέλιξης. Στην
ελληνική περίπτωση η επίκληση του «εξευρωπαϊσμού», λειτούργησε ως όχημα για την
ολοκληρωτική οπισθοδρόμηση του ελληνισμού από την ανθρωποκεντρικά δημοκρατική
οικουμένη στην πρωτο-ανθρωποκεντρική εποχή.
Στο ερώτημα, επομένως, τι πρέπει να γίνει για να
αποκατασταθεί μια συνεκτική σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, η απάντηση
είναι μια: να συναντηθούν η πολιτική τάξη και το σώμα της κοινωνίας των πολιτών
μέσα στην πολιτεία με πρόσημο την σχέση εντολέα-εντολοδόχου. Προϋπόθεση όμως
γι’ αυτό είναι η κοινωνία να αλλάξει πρόταγμα: Από την προσδοκία της εναλλαγής
στην εξουσία και, συνακόλουθα, από τη δεοντολογία της πολιτικής, να αξιώσει την
πολιτειακή της θέσμιση.
Η δυσκολία του εγχειρήματος αυτού δεν έγκειται στην
αντικειμενική αδυναμία της εποχής μας να μεταλλάξει το σύστημά της σε
αντιπροσωπευτικό, αλλά στο γεγονός ότι η αντιπροσώπευση δεν εγγράφεται ούτε ως
προς το αξιακό της μέρος ούτε ως σύστημα στις προτεραιότητες της κοινωνίας. Θα
έλεγα ότι δεν εγγράφεται καν στην προβληματική της νεοτερικής διανόησης. Η
τελευταία, έχει οχυρωθεί πίσω από το επιχείρημα του Διαφωτισμού, για να
«επιβεβαιώσει» το βαθιά δημοκρατικό χαρακτήρα του κυρίαρχου κράτους/πολιτείας
και, συνακόλουθα, για να αποκρύψει την αποστροφή της στην προοπτική η κοινωνία
να μεταβληθεί σε θεσμικό εταίρο της πολιτείας.
Έννοιες και
ιδεολογίες
Κατά τούτο, το πλέον δύσκολο μέρος του εγχειρήματος για την
ανασυγκόλληση της πολιτικής με την κοινωνική συλλογικότητα είναι η απόσειση των
βεβαιοτήτων μας για τις έννοιες και, κατ'επέκταση, για τις ιδεολογίες της
εποχής μας. Ο σοσιαλισμός του 19-20ού αιώνα συμπύκνωνε έναν τρόπο μετάβασης από
τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, εκείνον των κοινωνιών ή αλλού των
κοινωνικών δυνάμεων, που έμειναν πίσω στην εξέλιξη. Όχι ένα ανώτερο στάδιο σε
σχέση με τον φιλελευθερισμό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το αίμα που χύθηκε στους
δρόμους στη διάρκεια του 20ού αιώνα είχε ουσιωδώς ως διακύβευμα το ανήκειν της
οικονομίας στο κράτος ή στον ιδιώτη. Η κοινωνία δεν αποτέλεσε διακύβευμα
συμμετοχής στο σύστημα ούτε για τον φιλελευθερισμό ούτε ωστόσο για τον
σοσιαλισμό. Η Αριστερά αντιμετώπιζε την κοινωνία πατερναλιστικά, υπό το πρίσμα
της παροχής προστασίας όχι της χειραφέτησης.
Από τη δεκαετία του 1980 ο μεν φιλελευθερισμός εμφανίζεται
να πραγματοποιεί ένα μείζον άλμα προς τα εμπρός με τη υπέρβαση των ορίων και
της θαλπωρής του κράτους, ο δε σοσιαλισμός, σε όλες του τις εκδοχές, να
διερωτάται για το πρόταγμά του εν κενώ. Εννοώ με αυτό ότι δεν έχει ακόμη
συνειδητοποιήσει ότι η ανασύνδεσή του με την πρόοδο, οφείλει να διέλθει
αναγκαστικά από τον αναστοχασμό της ελευθερίας. Στο παρελθόν η ελευθερία
εστιαζόταν μονοσήμαντα στην θεσμική υποστασιοποίηση του ατόμου (η ατομική
ελευθερία). Εφεξής, η βίωση του κεκτημένου της ατομικής ελευθερίας, αλλά και η
αντιμετώπιση των νέων απειλών που επάγονται γι’ αυτήν οι κοσμοσυστημικού
διαμετρήματος μεταλλάξεις στην οικονομία και στην επικοινωνία, θέτουν ως
προαπαιτούμενο την αναζήτηση των πηγών της ελευθερίας εκεί όπου το άτομο
συνάπτει συμβάσεις με τα κατά μέρος υπο-συστήματα (λ.χ. της οικονομίας) ή με το
σύνολο πολιτειακό σύστημα. Με διαφορετική διατύπωση, στο μέτρο που η
κοινωνικο-οικονομική και η πολιτική ελευθερία θα εγγράφονται κατά μικρόν στο
αξιακό γίγνεσθαι του ανθρώπου, το ομόλογο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό
σύστημα θα καλείται να εναρμονισθεί στις προδιαγραφές της.
Ώστε, εάν η Αριστερά επιθυμεί να επανέλθει στην πολιτική
σκηνή ως μείζων συντελεστής της προόδου και όχι ως επιχειρησιακός ενδείκτης του
νέου φιλελευθερισμού, θα πρέπει να εναγκαλισθεί το νέο διακύβευμα της
ελευθερίας και να διατυπώσει ένα αξιακό και πολιτειακό πρόταγμα για την
εμπραγμάτωσή της. Όντως, για πρώτη φορά το ζήτημα της πολιτικής τίθεται
συγχρόνως υπό το πρίσμα των συσχετισμών που οδηγούν στην θεραπεία του
συμφέροντος της κοινωνίας και της ελευθερίας που ανάγεται στην αυτονομία του κοινωνικού
υποκειμένου στο πεδίο της πολιτείας.
Η παραδοχή αυτή μας επαναφέρει στην αρχική επισήμανση: Για
να αναλάβει η Αριστερά τον ρόλο της πρωτοπορίας, οφείλει να αποτινάξει τις
ιδεολογικές αγκυλώσεις του παρελθόντος, προσυπογράφοντας ένα νέο γνωσιολογικό επιχείρημα
σε ότι αφορά στις έννοιες (την ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την
εθνική συλλογικότητα, την αντιπροσώπευση, τη δημοκρατία κ.λπ.) και, επέκεινα,
ένα νέο πρόταγμα που θα υποστασιοποιεί ανθρωποκεντρικά όχι μόνο το άτομο στον
προσωπικό του βίο αλλά και ως εταίρο στο σύστημα. Η αποκάθαρση των εννοιών και
η συνακόλουθη επεξεργασία συστημάτων που θα υποστασιοποιούν το περιεχόμενό
τους, επάγονται επίσης τη διευκρίνιση του χρόνου τους. Ο χρόνος των πολιτειών,
για παράδειγμα, δεν συναρτάται με επεξεργασίες του νου, αλλά με το στάδιο της
εξελικτικής ωρίμανσης των συνθηκών. Εννοώ με αυτό ότι ο χρόνος της δημοκρατίας
απέχει πολύ από την εποχή μας. Ο άμεσος χρόνος της εξέλιξης, αναγγέλλει μόλις
προοπτικά την αντιπροσώπευση. Λέω προοπτικά, διότι ούτε αυτή κινητοποιεί σήμερα
το κοινωνικό διακύβευμα. Εντούτοις, το βάθεμα της κρίσης, η μονοσήμαντη
επικέντρωση του σκοπού της πολιτικής στο συμφέρον των αγορών, η συντριπτική
ανατροπή των συσχετισμών σε βάρος της κοινωνίας και οι επιπτώσεις τους είναι
ικανές να μεταβάλουν την τελευταία σε καλό δέκτη του αντιπροσωπευτικού
προτάγματος.
Προσομοίωση
αντιπροσωπευτικής πολιτείας
Υπό την έννοια αυτή, εκτιμώ ότι η πολιτική δύναμη που θα
θελήσει να ηγεμονεύσει στο άμεσο μέλλον, θα συστοιχηθεί με το πρόταγμα της
θεσμικής συνάντησης του συλλογικού υποκειμένου με την πολιτεία. Εντέλει, με την
αντιπροσωπευτική ανασυγκόλληση της πολιτείας.
Τι μπορεί να περιέχει το πρόταγμα αυτό ώστε να είναι
επιχειρησιακό, δηλαδή εφικτό στις ημέρες μας; Αρκεί νομίζω να εξαγγείλει κανείς
το πλαίσιο μιας προσομοίωσης προς την αντιπροσωπευτική πολιτεία. Λαμβάνω ως
δεδομένο ότι η αντιπροσώπευση, όπως μετέπειτα και η δημοκρατία, θα οικοδομηθεί
ως πολιτεία στο επίπεδο της «τεχνοδικτυακής» επικοινωνίας. Εκεί, σε ένα κλειστό
τεχνοδικτυακό κύκλωμα, το σώμα της κοινωνίας των πολιτών θα βουλεύεται και θα
αποφασίζει είτε ως εντολέας (στην αντιπροσώπευση) είτε ως κυβερνήτης και
νομοθέτης (στη δημοκρατία), σε καθημερινή βάση. Με ανάλογο τρόπο, θα δομηθούν
και οι περιφερειακές, τοπικές και κλαδικές κοινωνικές και πολιτικές συνιστώσες.
Στο περιβάλλον αυτό, το κόμμα θα μεταβληθεί από διαμεσολαβητής της κοινωνίας
και διαχειριστής της πολιτικής κυριαρχίας σε εντολοδόχο, διαβουλευτικό εισηγητή
και διαχειριστή της κοινωνικής εντολής.
Στην παρούσα συγκυρία της χώρας, ωστόσο, που προέχει η
αποκατάσταση της εθνικής συνευθύνης και της κάλυψης του χάσματος μεταξύ
κοινωνίας και πολιτικής, το εγχείρημα της αντιπροσωπευτικής προσομοίωσης μπορεί
να εξοικονομηθεί με στοχευμένες θεσμικές παρεμβάσεις. Αναφέρω ορισμένες, τις
πιο χαρακτηριστικές:
(α) Την επέκταση της πολιτείας δικαίου στην πολιτική, ώστε
να συμπεριλάβει τόσο τις αδικοπραγίες του πολιτικού προσωπικού όσο και τις μη
προσήκουσες προς την κοινωνική βούληση ή και βλαπτικές για την κοινωνική
συλλογικότητα αποφάσεις.
(β) Την συγκρότηση ενός Πρυτανείου/σώματος αιρετών δικαστών
με πλειοψηφία πολιτών, που θα αποφαίνονται για την αρμονία της εν γένει
«πολιτείας» τους με το κοινό συμφέρον. Οίκοθεν νοείται ότι οι ιδιωτικές
αδικοπραγίες του πολιτικού προσωπικού όπως και εκείνες που αφορούν στην άσκηση
των καθηκόντων του προσάγονται αυτοδικαίως στην τακτική δικαιοσύνη και
αποκλείουν ες αεί τον υπαίτιο από την πολιτική ιδιότητα του εντολοδόχου.
(γ) Τη σύσταση ενός διαρκούς δημοσκοπικού δήμου που θα
αποφαίνεται για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης της κυβέρνησης και της Βουλής.
Η γνώμη της μπορεί σε μια πρώτη φάση να είναι υποχρεωτική μεν ως προς τη
διατύπωσή της όχι όμως και για την παρακολούθηση της από την πολιτική εξουσία.
Όμως, ο συνδυασμός της με τον έλεγχο και την δικαϊκή ευθύνη των φορέων της
τελευταίας, θα λειτουργήσει ως καταλύτης, αποτρεπτικά στη διαφοροποίηση της
πολιτικής από την κοινωνική βούληση. Εναλλακτικά, θα προεκρίνετο η δημιουργία
ενός ζώντος δημοσκοπικού δήμου που θα παρεμβαίνει διαμορφωτικά στη δημόσια
διαβούλευση και θα συμμετέχει στη συγκρότηση της πολιτικής «ατζέντας».
Η ιδέα αυτή επιβάλλει δύο επισημάνσεις: Το δημοψήφισμα που
εμφανίζεται ως η κατακλείδα της «αμεσοδημοκρατικής» (sic) παρέμβασης στο
κατεστημένο πολιτικό σύστημα δεν αποτελεί παρά έναν ευκαιριακό θεσμό που δεν
μεταβάλλει τον ολιγαρχικό χαρακτήρα της κρατούσης μη αντιπροσωπευτικής
πολιτείας. Ούτε καν τους συσχετισμούς. Για να μιλήσουμε ακόμη και για
προσομοίωση αντιπροσώπευσης πρέπει η κοινωνική βούληση να συγκροτηθεί σε
διαρκή/καθημερινό, εφ’ όλης της ύλης και αυτοδύναμο θεσμό της πολιτείας. Το
διακύβευμα της αντιπροσωπευτικής έστω προσομοίωσης της κρατούσης ολιγαρχικής
πολιτείας, μπορεί να εξοικονομηθεί, στην παρούσα συγκυρία, με την ακριβή
ανίχνευση της κοινωνικής βούλησης. Η σύναξη των Αθηναίων στην Πνύκα γινόταν
ακριβώς γι’ αυτό. Εάν η διαβούλευση και η συναγωγή της κοινωνικής βούλησης,
στον παρόντα χρόνο, είναι εφικτό να επιτευχθεί με τεχνικό και ανέξοδο τρόπο,
δεν μειώνει στο ελάχιστο την αξία της. Συγχρόνως, θα προϊδεάσει την κοινωνία
των πολιτών για την οριστική μετάβαση στην αντιπροσωπευτική πολιτεία.
(δ) Σε κάθε εκλογική περιφέρεια προκρίνεται η συγκρότηση
ενός αντιπροσωπευτικού σώματος πολιτών, που επιλέγονται από τυχαίο δείγμα του
ηλεκτρονικού καταλόγου, με σκοπό τον έλεγχο του βουλευτή, την «παραγγελία»
πολιτικών και, εν ανάγκη, την ανάκλησή του. Το μέτρο αυτό, είναι από μόνο του
ικανό να συνθέσει το τοπικό με το συνολικό και ιδίως να ανατρέψει άρδην την
δομή και τη λογική του προσωποπαγούς και πατερναλιστικού κόμματος. Οπωσδήποτε,
οι υποψήφιοι βουλευτές οφείλουν να επιλέγονται από τους κατά τόπους
αντιπροσωπευτικά σώματα των πολιτών, στα οποία απόκειται και ο έλεγχός τους.
(ε) Σε μια -έστω- κατά προσομοίωση αντιπροσωπευτική πολιτεία
η κυβέρνηση γίνεται συνοδική, με την έννοια ότι τα μέλη της δεν υπόκεινται στην
προσωποπαγή οιονεί αυθαίρετη θέληση του πρωθυπουργού και σε κάθε περίπτωση η
σύνθεση και ο ανασχηματισμός της οφείλει να υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής,
του Πρυτανείου/σώματος και/ή του δημοσκοπικού δήμου.
(ζ) Οι ανωτέρω αλλαγές δεν εξαντλούν τη μεταρρύθμιση του
κράτους, ως προς την πολιτεία, και προφανώς δεν υπεισέρχονται στο ζήτημα της διοίκησης
και της δικαιοσύνης.
Οπωσδήποτε, όμως, και ανεξαρτήτως της προβληματικής που
κατατέθηκε ανωτέρω, για την αντιπροσωπευτική πολιτεία, κρίνεται απολύτως
επιβεβλημένη η κάθαρση του κρατούντος συστήματος από τους πυλώνες της
καταστροφής: Την αναστολή των συνταγματικών ρυθμίσεων που λειτουργούν
απαγορευτικά για συνάντηση της πολιτικής με την εθνική/κοινωνία συλλογικότητα.
Από την αναστολή του άρθρου 86 και άλλων διατάξεων του Συντάγματος, του
Κανονισμού της Βουλής και της νομοθεσίας που οικοδομεί τη διαπλοκή και τη
διαφθορά. Την ανάκληση επίσης των φαραωνικών προνομίων του πολιτικού
προσωπικού, της ανακριτικής και δικαστικής αρμοδιότητας της Βουλής κ.λπ. Αλλά
και την ολική επαναφορά των σκανδάλων στη Δικαιοσύνη.
_______________________________________________________
Η μεταβολή της
πολιτείας και το δίλημμα
Συνοψίζοντας, επανέρχομαι στην αρχική επισήμανση ότι η
μεταβολή της πολιτείας, με τον τρόπο που την σκιαγράφησα, στην ελληνική
περίπτωση αποτελεί όρο επιβίωσης της χώρας. Εξού και κρίνεται ως επείγουσα. Δεν
χωρεί, δηλαδή, η παράταση την οποία με πρόσχημα την προσεχή αναθεώρηση του
Συντάγματος, διεκδικεί η πολιτική τάξη για να κερδίσει χρόνο.
Εξακολουθώ, εντούτοις, να την αξιολογώ ως ανέφικτη, όχι
διότι δεν είναι αναγκαία, στην παρούσα συγκυρία ή επειδή υπάρχει κάποια άλλη,
λιγότερο επώδυνη για το σύστημα ή ριζοσπαστική λύση στον ορίζοντα.
Είναι ανέφικτη, επίσης, όχι διότι μπορεί να εκτιμηθεί ως
ουτοπική ή ως προσήκουσα σε ένα απώτερο μέλλον. Είναι, τέλος, ανέφικτη επειδή η
ελληνική κοινωνία έχει απωλέσει κάθε αυτονομία σκέψης στο κοινωνικο-οικονομικό
και πολιτικό πεδίο, καθώς η πνευματική της τάξη έχει εγκιβωτισθεί με όρους
υποτέλειας στο διατακτικό της νεωτερικότητας.
Το διακύβευμα ωστόσο για την Ελλάδα είναι να ανακτήσει μέρος
του χαμένου χρόνου, που της στέρησε η ολοκληρωτική αποδόμηση του ιστορικού της
κεκτημένου και, κατ’ επέκταση, η οπισθοδρόμηση στο πρωτο-ανθρωποκεντρικό
διατακτικό της εποχής μας. Εννοώ με αυτό ότι η οπισθοδρόμηση αυτή δεν ήταν
προϋπόθεση για την μετάβαση του ελληνικού κόσμου στη μεγάλη κοσμοσυστημική
κλίμακα. Συνέβη λόγω της ολοκληρωτικής ήττας του ελληνισμού που επέφερε η
παταγώδης αποτυχία της Μεγάλης Επανάστασης.
Σε κάθε περίπτωση, για την ελληνική κοινωνία, η ανάκτηση του
ανθρωποκεντρικού της κεκτημένου στο επίπεδο της μεγάλης κλίμακας με πρόσημο την
μετάβαση στην αντιπροσωπευτική πολιτεία, αποτελεί συγχρόνως όρο επιβίωσης και
προϋπόθεση για τη συμφιλίωσή της με τη νεωτερικότητα. Για την Αριστερά, το
δίλημμα υπερβαίνει το ελληνικό πρόβλημα, καθώς η απόφασή της να περιορισθεί στη
διαχείριση του δυναστικού κράτους ως μέρος του προβλήματος (της κομματοκρατίας)
ή να το υπερβεί, με άλμα προς το μέλλον, συνεπάγεται την ανασύνδεσή της με το
διακύβευμα της προόδου. Στο κλίμα αυτό, δεν αρκεί επομένως να επικαλείται η
Αριστερά το ηθικό της πλεονέκτημα, κατά τη διαχείριση του κρατούντος
ολιγαρχικού και σαφώς αποδομητικού και λεηλατικού της εθνικής/κοινωνικής
συλλογικότητας, κράτους. Οφείλει να αναστοχασθεί τις έννοιες, ιδίως την
ελευθερία, και περαιτέρω, το πολιτειακό πλαίσιο που θα τη στεγάσει. Ο
αναστοχασμός ακριβώς αυτός θα την οδηγήσει αναπόφευκτα στη συλλογιστική της
εξέλιξης του σύγχρονου κόσμου, που προδιαγράφεται, χωρίς αμφιβολία, δομημένος
μεσοπρόθεσμα στη βάση της αντιπροσωπευτικής πολιτείας και προοπτικά στη
δημοκρατία.
* Ο Γιώργος Κοντογιώργης
είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, πρώην πρύτανης του Παντείου
seisaxthia-epam.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου