Δύο ενδιαφέρουσες απαντήσεις στη συζήτηση των οικονομολόγων της ομάδας “Η συμμορία της Δραχμής” δίνουν οι οικονομολόγοι Δημήτρης Καζάκης και Λεωνίδας Βατικιώτης όσον αφορά το ερώτημα ότι είτε με ευρώ είτε με δραχμή, αν έχουμε κακούς πολιτικούς είμαστε χαμένοι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΖΑΚΗΣ:Το ευρώ σαν κοινό νόμισμα μια Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, δεν έχει καμιά σχέση με το εθνικό νόμισμα. Το ευρώ είναι ιδιωτικό νόμισμα με στόχο την ενίσχυση της υπερεθνικής κυκλοφορίας κεφαλαίων τραπεζικών και επενδύσεων. Είναι ιδιοκτησία του ευρωσυστήματος που βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών τραπεζιτών και επενδυτών πέρα και πάνω από κάθε δυνατό έλεγχο από κράτη και λαούς. Υποτάσσεται αποκλειστικά τα ιδιωτικά συμφέροντα των αγορών κεφαλαίου και πουθενά αλλού. Εξυπηρετεί μόνο τους ισχυρούς παίχτες της διεθνούς χρηματαγοράς και η αξία του καθορίζεται από τις αναμετρήσεις ανάμεσα στις μεγάλες συγκεντρώσεις κεφαλαίου που αναζητούν κερδοσκοπικές κυρίως τοποθετήσεις εντός και εκτός ευρωζώνης.
Το εθνικό κρατικό νόμισμα ήταν η απάντηση της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας στο μονοπώλιο των ιδιωτικών τραπεζών στην έκδοση χρήματος και της πίστης, ώστε να μην δημιουργείται χρήμα από το τίποτα. Το εθνικό κρατικό νόμισμα απηχεί την δυναμική της εθνικής οικονομίας και αντιστοιχεί στις συναλλαγές, την ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος, το εισόδημα και στις επενδύσεις της εθνικής οικονομίας. Αντιστοιχεί δηλαδή σε πραγματικές υλικές αξίες παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών μιας οικονομίας. Αντίθετα από το νόμισμα που παράγουν οι ιδιωτικές τράπεζες με μόνο κριτήριο το κέρδος εκμεταλλευόμενες τις ανάγκες κεφαλαίου και χρήματος της οικονομίας.
Το εθνικό κρατικό νόμισμα αποτελεί την απάντηση της δημοκρατίας στην μονοκρατορία των ιδιωτικών τραπεζών και στο νεοφεουδαρχικό μονοπώλιο που ασκούσαν στην διάθεση του χρήματος. Με πολλούς αγώνες κατορθώθηκε να εισαχθεί το εθνικό κρατικό νόμισμα στις περισσότερες χώρες μόλις μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ώστε να απαλλαγούν οι κοινωνίες από την δικτατορία των τραπεζιτών. Το 1945 εθνικοποιείται η πρώτη κεντρική τράπεζα στον κόσμο, η Τράπεζα της Αγγλίας και από τότε ξεκίνησε ένα μεγάλο κύμα ίδρυσης εθνικών κρατικών νομισμάτων. Ειδικά σε χώρες σαν την δική μας με μεγάλα αναπτυξιακά και παραγωγικά ελλείμματα.
Τα λέμε όλα αυτά γιατί η εισαγωγή του ευρώ μας γύρισε αιώνες πίσω. Όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά όλες τις χώρες της Ευρώπης που συμμετείχαν στο ευρωσύστημα. Με το ευρώ ο έλεγχος του νομίσματος και της έκδοσής του ξαναγύρισε στους ιδιώτες τραπεζίτες. Κι αυτή την φορά όχι σε μια χώρα, αλλά σε μια ολόκληρη σειρά χωρών όπου επιβλήθηκε καθεστώςανοιχτών συνόρων και ελεύθερων συναλλαγών κεφαλαίου. Η ΕΚΤ είχε εξαρχής σαν μοναδική αποστολή να αφαιρέσει το εκδοτικό δικαίωμα από τα κράτη και την νομισματική κυριαρχία από τις κυβερνήσεις. Από την στιγμή που εισήχθηκε το ευρώ όποιος ήθελε χρήμα, ή κεφάλαια, θα έπρεπε να τα πάει να τα δανειστεί από τις ιδιωτικές τράπεζες, οι οποίες δάνειζαν με όρους διεθνών αγορών.
Επιπλέον το ευρώ είναι νόμισμα σταθερής νομισματικής κυκλοφορίας κι έτσι ενώ εκφράζει άριστα την διόγκωση των συναλλαγών με χρέος δεν μπορεί να εκφράσει τις οικονομίες. Καμιά από τις οικονομίες της ευρωζώνης, ακόμη και τις πιο ισχυρές. Το ευρώ κόβεται και ράβεται ανάλογα με την κυκλοφορία του κεφαλαίου και μάλιστα του δανειακού κεφαλαίου στις αγορές της ευρωζώνης και παγκόσμια. Γι’ αυτό και η σταθερότητά του προϋποθέτει μεγάλους όγκους δανεισμού, μεγάλες αγορές χρέους, υπερτροφικές τελικά τράπεζες, χρηματαγορές και επενδυτικά κεφάλαια. Με ένα τέτοιο νόμισμα σε κυκλοφορία καμιά οικονομία δεν μπορεί να γλυτώσει την υπερχρέωση. Ακόμη και η Γερμανική, παρά τα τεράστια εμπορικά της πλεονάσματα. Δεν είναι τυχαίο ότι στα χρόνια του ευρώ η Γερμανική οικονομία υπερδιπλασίασε το δημόσιο χρέος της, ενώ εκτινάχτηκε σε πρωτοφανή επίπεδα το ιδιωτικό χρέος της.
Όσο πιο ελλειμματικές ήταν οι οικονομίες της ευρωζώνης τόσο μεγαλύτερες ευκαιρίες για δανεισμό και κέρδη πρόσφεραν στις τράπεζες. Γι’ αυτό και η προτίμηση της επέκτασης της ευρωζώνης σε χώρες με τρομακτικές ανάγκες εισροής κεφαλαίων. Όσο μεγαλύτερη η εξάρτηση μιας χώρας από ξένα κεφάλαια, τόσο μεγαλύτερες ευκαιρίες τοκογλυφίας και κερδοσκοπίας για τις τράπεζες. Μέσα στο ευρώ οι τράπεζες βρήκαν την ευκαιρία να μετατρέψουν χώρες που πριν ήταν εξαγωγικές κατά κύριο λόγο οικονομίες σε κεφάλαια, σε εισαγωγικές κάτω από την πίεση των ανοιχτών συνόρων και της ανώτερης παραγωγικότητας κυρίως της Γερμανίας.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ:Η άποψη ότι η καλή πρόθεση από την μεριά των πολιτικών επιτρέπει να ξεπεραστούν οι περιορισμοί που θέτει το νόμισμα, κλείνει τα μάτια σε μια πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα θέτει πολύ συγκεκριμένους, ασφυκτικούς περιορισμούς. Για παράδειγμα, πώς θα δοθούν αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις ή πώς θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας (καθώς αυτά είναι τα δύο σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας σήμερα) στο πλαίσιο της υφιστάμενης περιοριστικής νομισματικής πολιτικής; Όση καλή διάθεση κι αν έχει ένα κόμμα ή ένας πολιτικός να προχωρήσει σε επεκτατική πολιτική, ανατρέποντας στην πράξη την προτεραιότητα που έχει σήμερα η πολιτική δημοσιονομικής σταθερότητας, θα έρθει σε σύγκρουση με τα όρια που θέτει η ΕΚΤ. Υπ’ αυτό το πλαίσιο δεν είναι καθόλου τυχαία η απροθυμία των κομμάτων που θεωρούν δεδομένη την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη να προτάξουν μέτρα και πολιτικές που εκ των πραγμάτων αντίκεινται στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Ως αποτέλεσμα έχουμε το εξής παράδοξο: αντί να προηγείται η διατύπωση ενός προγράμματος που να προκρίνει την υλοποίηση ώριμων κοινωνικών αιτημάτων, όπως η άνοδος του βιοτικού επιπέδου – έστω και σταδιακά, σε 6 μήνες για παράδειγμα – και στη βάση αυτού του προγράμματος να επιλέγεται η αρμόζουσα νομισματική πολιτική, θεωρούνται θέσφατο πολιτικές επιλογές όπως το ευρώ και στη συνέχεια σε αυτή την κλίνη του Προκρούστη τοποθετούνται οι κοινωνικές ανάγκες. Και δεν είναι τυχαίο ότι τελικά δεν χωρούν…
Ακόμη κι έτσι ωστόσο δεν μπορούν να απαντηθούν πρακτικά προβλήματα: Πχ, πώς θα ασκηθεί αναδιανεμητική πολιτική χωρίς ευχέρεια εκτύπωσης χρήματος; Σε περίπτωση άρνησης πληρωμής και διαγραφής του χρέους, πώς θα αντιμετωπιστεί η κάλυψη των αναγκών σε νόμισμα στην (σχεδόν βέβαιη) περίπτωση που η ΕΚΤ θα διακόψει τις γραμμές χρήματος;
Η εκτίμηση ότι η νομισματική πολιτική συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο φαίνεται πεντακάθαρα κι από τη διεθνή εμπειρία. Στην Αργεντινή για παράδειγμα, η απο-δολαριοποίηση της οικονομίας αποτέλεσε όρο για να ανακάμψει η οικονομία. Στον Ισημερινό, από την άλλη, η έλλειψη πολιτική βούλησης από την μεριά της κυβέρνησης να
απο-δολαριοποιήσει την οικονομία δεν επιτρέπει στην κυβέρνηση να ολοκληρώσει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα.
Σε κάθε περίπτωση η ανάγκη τοποθέτησης στο πρόβλημα του νομίσματος σχετίζεται και με μια ακριβής διάγνωση των αιτιών της τρέχουσας ιστορικής σημασίας οικονομικής κρίσης η οποία μπορεί να ξεκινάει από την παραγωγή, συνιστώντας κρίση πτώσης του ποσοστού κέρδους, ποτέ ωστόσο δεν θα είχε λάβει αυτή την εκρηκτική μορφή αν η Ελλάδα δεν συμμετείχε στην ευρωζώνη. Αν δηλαδή δεν ήταν αναγκασμένη να έχει μια εντελώς ακατάλληλη για τα θεμελιώδη μεγέθη της νομισματική πολιτική (επιτόκια, ισοτιμία) κι αν η Γερμανία, όπως κι οι άλλες χώρες του κέντρου, δεν εκμεταλλεύονταν τις δυνατότητες που παρέχει το ενιαίο νόμισμα για να πλημμυρίσουν την Ελλάδα με φθηνές εισαγωγές. Διατηρώντας επομένως απαράλλαχτη αυτή τη νομισματική πολιτική, ακόμη και στην περίπτωση που θα εκλεγεί ένας «καλός πολιτικός» (ας διατηρήσουμε τον όρο για λόγους συντομίας) αργά ή γρήγορα η οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη με αντινομίες που θα οδηγήσουν σε κρίσεις….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου