Ενώπιον της Διεύθυνσης
Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Εσόδων
του Υπουργείου Οικονομικών
(Δια της ……….. Δ.Ο.Υ. …………….)
ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
ΚΑΙ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
……………………………………………, κατοίκου ……………………………… ………………………..………………, οδός ……………..………………., αριθμός …………., με ΑΦΜ ……………………………. (Δ.Ο.Υ. …………………….) και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (Email) ……………………..
ΚΑΤΑ
1. Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτό εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της ……. Δ.Ο.Υ. ………………
2. Της Πράξης Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου (ΕΝΦΙΑ), που εκδόθηκε επί της δήλωσης φόρου ΕΝΦΙΑ, με τα ακόλουθα στοιχεία :
Αριθμός και ημερομηνία Δήλωσης : ………………………………….. ……
Αριθμός Ειδοποίησης : ………………………………………………………….
Αριθμός Χρηματικού Καταλόγου : ……………………………………………….
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Με την παρούσα ενδικοφανή προσφυγή και αίτηση αναστολής εκτέλεσης προσβάλλω την υπ’ αριθμόν χρηματικού καταλόγου ………………….. Πράξη Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου και συγκεκριμένως του ΕΝΦΙΑ, με την οποία καλούμαι να καταβάλω συνολικά το ποσό των …………. Ευρώ, για τους ακόλουθους νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους :
v(για όσους δεν άσκησαν ενδικοφανή προσφυγή μέχρι τις 30.9.2014 ή δεν είχαν λάβει συστημένη ειδοποίηση για την Πράξη ή την παρέλαβαν μετά τις 30.9.14 ή δεν τους κοινοποιήθηκε με δικαστικό επιμελητή η πράξη ή δεν τους θυροκολλήθηκε σε διεύθυνση γνωστή στην εφορία)
Α.- Εμπρόθεσμη άσκηση της παρούσας
Με το άρθρο 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ορίζεται, ότι είναι νόμιμη η κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης εφόσον κοινοποιηθεί είτε ηλεκτρονικά στο νόμιμο αντιπρόσωπο ή στον φορολογικό μου εκπρόσωπο ή στην ηλεκτρονική μου διεύθυνση είτε με συστημένη επιστολή (ανεξάρτητα από την παραλαβή της), και εφόσον αποδειχθεί ότι δεν έλαβα γνώση με αυτά τα μέσα τότε επιδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Στην προκειμένη περίπτωση η κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης υλοποιήθηκε με ηλεκτρονική ειδοποίηση προς τον φορολογικό μου εκπρόσωπο.
Η κοινοποίηση αυτή δεν είναι νόμιμη γιατί μεταθέτει την επιμέλεια που οφείλει να έχει για την περιουσία του το δημόσιο ως fiscus σ΄ εμένα, τον φορολογούμενο.
Δηλαδή, με καθιστά (εμένα ή και το νόμιμο εκπρόσωπό μου) υπεύθυνο να επιμελούμαι των περιουσιακών του υποθέσεων δαπανώντας χρόνο, ηλεκτρονικά μέσα, και χρήματα είτε για να διατηρώ σε ετοιμότητα και λειτουργία ηλεκτρονική διεύθυνση, γνωστή και σε κάθε περίπτωση μεταβολής της στο Κράτος, αναγκάζοντάς με να επιμελούμαι διαρκώς τη λειτουργικότητά της και τη δυνατότητα του δημοσίου να την επισκέπτεται, ανεξάρτητα από τη δυνατότητά μου να διαθέτω και χρησιμοποιώ αυτό το ηλεκτρονικό μέσο, είτε να διατηρώ σε διαρκή ετοιμότητα τον φορολογικό μου εκπρόσωπο, δαπανώντας χρήματα για το συμφέρον του δημοσίου, χωρίς έστω οι δαπάνες μου αυτές για την επιμέλεια των υποθέσεων του δημοσίου να μειώνουν τη φορολογική μου υποχρέωση αντιστοίχως της πραγματοποιηθείσας δαπάνης μου καιχωρίς να έχω τη βεβαιότητα ότι τυχούσα γνώση του φορολογικού μου εκπροσώπου για το γεγονός της κοινοποίησης φορολογικής μου υποχρέωσης θα μου γνωστοποιηθεί οπωσδήποτε και εμπρόθεσμα.
Συνεπώς, και εφόσον μέχρι σήμερα δεν μου έχει κοινοποιηθεί η προσβαλλόμενη πράξη σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, εμπροθέσμως ασκείται η παρούσα μου.
v(για όσους είχαν λάθη ή παραλείψεις στη δήλωσή τους)
Β.- Προσβολή της αρχής της προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου
Σύμφωνα με τον ν. 4223/2013 οι δηλώσεις για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ συντάχθηκαν και υποβλήθηκαν για λογαριασμό των φορολογουμένων από τη Γενική Γραμματεία Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, βασιζόμενες σε στοιχεία των δηλώσεων ακινήτων (Ε9) που είχαν υποβάλει οι ίδιοι οι φορολογούμενοι, ακόμη και στις περιπτώσεις που στα έντυπα αυτά είχαν εμφιλοχωρήσει υπαίτιες ή ανυπαίτιες παραλείψεις των φορολογουμένων ή και των φορολογικών τους εκπροσώπων (λόγω μη προσδιορισμού αντικειμενικών αξιών σε συγκεκριμένη ζώνη ή νομικής πλάνης ή έλλειψης ζητούμενων στοιχείων, κ.ά.).
Το δημόσιο προκειμένου να εκκαθαρίσει αμέσως την απαίτηση του και να προβεί στη φορολόγησή μου, με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 4223/2013 επιφύλαξε στον εαυτό του το δικαίωμα μονομερούς και αυθαίρετης από αυτό διόρθωσης ή συμπλήρωσης αυτών των σφαλμάτων ή και παραλείψεων των φορολογουμένων και συμπροσδιόρισε με αυτά το ύψος του αποδοτέου φόρου, χωρίς τα στοιχεία αυτά να προκύπτουν στο σύνολό τους από τις δηλώσεις ακινήτων που υπέβαλα, και, χωρίς προηγουμένως να κληθώ να δώσω τυχόν εξηγήσεις ή να διατυπώσω τυχόν αντιρρήσεις σ΄ αυτές τις εγγραφές.
Συγκεκριμένα και όσον αφορά το ακίνητό μου που βρίσκεται ……………………………………… εκ παραδρομής τέθηκε εκ μέρους μου (ή παραλείφθηκε) το στοιχείο ……………………………. , το οποίο συμπληρώθηκε ερήμην μου από την αρμόδια φορολογική αρχή, συμπροσδιορίζοντας με το στοιχείο αυτό τον εκ μέρους μου αποδοτέο φόρο.
Κατ΄ αποτέλεσμα, ο αποδοτέος εκ μέρους μου φόρος υπολογίστηκε από τη Διοίκηση χωρίς να προηγηθεί ακρόασή μου πριν τη σε βάρος μου έκδοση δυσμενούς εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης, κατά παράβαση της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 20 του Συντάγματος.
v(για όσους έχουν ακίνητα με χρήση κύρια αλλά και βοηθητική, αναγραφόμενη στο συμβόλαιό τους, π χ διαμέρισμα και αποθήκη)
Γ. Παράβαση ουσιώδους τύπου
Με τη διάταξη της περίπτωσης Α, παρ. 1 εδ. δ του ν. 4223/2013 ορίζεται ότι : «η χρήση των χώρων του κτίσματος διακρίνεται σε κύρια και βοηθητική. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται η διάκριση των χώρων σε κύρια και βοηθητική σχετικά με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου».
Από τη διατύπωση του νόμου σαφώς διακρίνεται η πρόβλεψη του νομοθέτη να υπάρξει διαφορετική φορολόγηση για κύριους και βοηθητικούς χώρους κτισμάτων, που άλλωστε συνάδει και με το αίσθημα δικαίου αφού δεν μπορεί πχ η υπόγεια αποθήκη να έχει την ίδια φορολογική απόδοση με τα διαμερίσμτα εσοχών («ρετιρέ»), εξουσιοδοτώντας τον αρμόδιο υπουργό να διευκρινίσει ειδικότερα τις έννοιες του χώρου ως «κύριου» ή «βοηθητικού» και της «χρήσης».
Όμως, η αρμόδια φορολογική αρχή προέβη στον προσδιορισμό του αποδοτέου φόρου επιβάλλοντας τον ίδιο φόρο στους κύριους και βοηθητικούς χώρους των κτισμάτων μου, αν και δεν έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα η προαπαιτούμενη για τον προσδιορισμό του φόρου υπουργική απόφαση, κατά παράβαση του ανωτέρω νόμου αλλά και των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 5 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις οποίες κάθε πολίτης υποχρεούται να συνεισφέρει στα κοινά βάρη μόνο αναλόγως των δυνατοτήτων του, που εν προκειμένω δεν προκύπτουν επακριβώς από αυτήν.
v(για όλους)
v(για όλους)
Δ.- Άκυρη η προσβαλλόμενη Πράξη Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου λόγω μη αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών ακινήτων
Σύμφωνα με το άρθρο 41 Ν. 1249/1982 (στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 4 Ν. 4223/13) οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο ανά διετία με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών.
Ο σκοπός του νόμου είναι οι αξίες, που αποτελούν την βάση φορολόγησης, να συναρτώνται με τις αγοραίες αξίες και γι’ αυτό έχει προβλεφθεί ότι η αναπροσαρμογή τους θα πρέπει να γίνεται κάθε διετία.
Η πάροδος απράκτου της διετίας χωρίς αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών και η βάσει των ισχυουσών κατά το έτος 2007 αξιών φορολόγησή μου για ακίνητα που έχω στην κυριότητά μου την 1-1-2014, συνιστά παράνομη παράλειψη έκδοσης κανονιστικής πράξης εκ μέρους της Διοίκησης και κυρίως επιβολή φόρου που αντίκειται στη συμμετοχή κάθε πολίτη στα δημόσια βάρη αναλόγως της φοροδοτικής του ικανότητας, όπως επιτάσσει η παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, αφού οι αξίες των ακινήτων έχουν μειωθεί σε ολόκληρη τη χώρα μέχρι και το 1/3 της αντικειμενικής τους αξίας, όχι μόνο με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, αλλά και αποδεδειγμένα με βάση τα τριμηνιαία δελτία αποτύπωσης αξιών ακινήτων της Τράπεζας της Ελλάδος.
Επομένως, ο υπολογισμός του ΕΝΦΙΑ βάσει αντικειμενικών αξιών που ισχύουν από το 2007 – τελευταίο έτος γενικής αναπροσαρμογής τους (ΥΑ 106/07, ΥΑ 102/07, ΠΟΛ 1036/07, ΠΟΛ 1035/07, ΠΟΛ 1034/07, ΑΠΟΦ 100/06, ΠΟΛ 1158/05), και κατά παράλειψη του ουσιώδους τύπου, δηλαδή της ανά διετία έκδοσης υπουργικής απόφασης για την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, είναι μη νόμιμος, και κατ΄ επέκταση δεν είναι νόμιμος και ο καταλογισθείς σε βάρος μου ΕΝΦΙΑ.
v(για όσους έχουν ακίνητα εκτός αντικειμενικού προσδιορισμου)
Ε.- Παραβίαση συνταγματικών αρχών αναλογικής ισότητας συνεισφοράς στα δημόσια βάρη και δίκαιης φορολόγησης
Σύμφωνα με τα άρθρα 4.Α.2α και 4.Β1 του Ν. 4223/2013, όπως συμπληρώθηκαν με το άρθρο 52 παρ. 10 Ν. 4276/2014, για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των εκτός αντικειμενικού προσδιορισμού ακινήτων, λαμβάνονται υπ’ όψη οι κατώτερες τιμές στην Περιφέρεια ή την Περιφερειακή Ενότητα ή στον Δήμο ή στην Δημοτική Ενότητα όπου το ακίνητο, κατά τα ειδικότερα στον νόμο αναφερόμενα.
Όμως, η διάταξη αυτή έχει σαν αποτέλεσμα να εξομοιώνεται η αξία των φορολογητέων ακινήτων εκτός αντικειμενικού προσδιορισμού, που ο νομοθέτης είχε απαξιώσει παραλείποντάς την εισαγωγή τους στο σύστημα προσδιορισμού αντικειμενικών αξιών ως φορολογητέα ύλη επουσιώδους και ευτελούς αξίας, με εκείνα που βρίσκονται εντός των ζωνών αντικειμενικού προσδιορισμού και εμφανώς κατά την κρίση του νομοθέτη του συστήματος αυτού υπερτερούν σε αξία, αφού τα εισήγε στο σύστημα αυτό.
Κατ΄ εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης μου επιβλήθηκε φόρος …….. ευρώ για τα ακίνητά μου …………………. που βρίσκονται ……………………….
Ο καταλογισθείς σε βάρος μου φόρος μου επιβλήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων άρθρων 4 και 78 του Συντάγματος και των από αυτές εκπορευομένων αρχών της αναλογικής ισότητας συνεισφοράς στα δημόσια βάρη και της δίκαιης φορολόγησης με βάση το ίδιο το αντικείμενο της φορολογίας.
- v
- v(για όσους έχουν ιδιόκτητη πρώτη κατοικία ή εν δυνάμει πρώτη κατοικία –δηλ. όταν έχουν ιδιόκτητες κατοικίες αμφότεροι οι σύζυγοι ή η κατοικία που διαθέτουν βρίσκεται σε άλλο τόπο από εκείνον της διαμονής τους -)
ΣΤ.- Παραβίαση των συνταγματικών εγγυήσεων για την στέγαση οικογένειας και ευπαθών κοινωνικών ομάδων
Είμαι κύριος (ή ψιλός κύριος ή επικαρπωτής) ενός διαμερίσματος (ή μονοκατοικίας), που βρίσκεται στο ………………….., στο οποίο διαμένω μόνιμα (ή προσωρινά πχ λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων) ή στο οποίο δεν διαμένω προς το παρόν, αφού συστεγάζομαι σε ακίνητο ιδιοκτησίας της συζύγου μου, είναι όμως το ακίνητο αυτό η εν δυνάμει κύρια κατοικία μου σε περίπτωση μεταβολής της οικογενειακής μου κατάστασης, πχ λόγω διάζευξής μου, ή η εν δυνάμει κύρια κατοικία των τέκνων μου μελλοντικά, κ.ά.
Με τον ν. 4223/2013 μου επιβλήθηκε φόρος στην κατοχή της εν λόγω ακίνητης περιουσίας μου χωρίς να εξετασθεί εάν εγώ, ως υποκείμενο του φόρου, έχω φοροδοτική δυνατότητα ανάλογη της αξίας του ακινήτου που κατέχω, όπως υπαγορεύεται από τις διατάξεις των παρ. 5 του άρθρου 4 και 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος και χωρίς να ληφθούν υπόψη κριτήρια φοροδοτικής ικανότητας, που απορρέουν ευθέως από το Σύνταγμα.
Ειδικότερα:
Σύμφωνα, με την παρ. 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος «η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους».
Περαιτέρω, με την παρ. 4 του άρθρου 21 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που τη στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Κράτους».
Παρόμοιες προβλέψεις γίνονται και με τις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος για τις πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηρους πολέμου ή ειρηνικής περιόδου, τους πάσχοντες από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο, για τους νέους, ηλικιωμένους και άπορους.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι η στέγαση είναι αγαθό, για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του οποίου από όλους τους πολίτες οφείλει να μεριμνά το Κράτος, προσδίδοντας μάλιστα ο νομοθέτης έμφαση όχι μόνον στη στοιχειώδη ύπαρξη του αγαθού αλλά και στην απολαυή του με επάρκεια, ιδίως από την οικογένεια και τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
Έτσι, από τον συνδυασμό της διάταξης αυτής με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 4 και της παρ. 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος καθιδρύεται ρητή υποχρέωση του Κράτους, σύμφωνα με την οποία τα όργανά του καλούνται όχι μόνον να απέχουν από ενέργειες που κατατείνουν σε απώλεια της κατοικίας των πολιτών, αλλά και να τον διευκολύνουν στην απόκτηση και διατήρησή της.
Διαχρονικά, σε εφαρμογή των εν λόγω συνταγματικών επιταγών έχουν θεσπιστεί πλήθος διατάξεων, που αφορούν όχι μόνο στην πρόσβαση στο αγαθό της στέγασης (ανέγερση με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής εργατικών κατοικιών, ευνοϊκοί όροι δανειοδότησης για επισκευή σεισμόπληκτων κτισμάτων, απαλλαγή από τον φόρο κτήσης ακινήτου που αποτελεί την πρώτη κατοικία, δυνατότητα διάσωσης της πρώτης κατοικίας υπερχρεωμένων πολιτών, κ.ά.), αλλά και στην προστασία του αγαθού αυτού ιδίως σε σχέση με τις ευπαθείς ομάδες πολιτών (επιβολή ευνοϊκής φορολογίας με τη μορφή εκπτώσεων ή απαλλαγής από φόρους, τέλη ή δασμούς, κ.ά.).
Σήμερα όμως, αν και το ΑΕΠ της χώρας έχει μειωθεί κατά 30% σε σχέση με το ΑΕΠ του έτους 2009, και το εισόδημα όλων των πολιτών, όπως και το δικό μου, έχει καταβαραθρωθεί, ενώ έχουν διογκωθεί υπέρμετρα και δυσανάλογα προς το εισόδημα των πολιτών οι φορολογικές τους υποχρεώσεις καθώς και οι δαπάνες διαβίωσης, με την πρόσθετη επιβάρυνση από την επιβολή του ΕΝΦΙΑ απειλείται πλέον η στέγασή μου, όπως και της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμπολιτών μου, αφού είναι βέβαιο ότι, λόγω της πλήρους αδυναμίας μου σε καταβολή του, θα απαλλοτριωθεί από το δημόσιο το δικαίωμα ιδιοκτησίας στην πρώτη κατοικία μου.
Πράγματι, αν και (πχ είμαι άνεργος επί 3 έτη …….. ή έχω σύζυγο ή 2 παιδιά άνεργα που στεγάζω …… ή είμαι ανάπηρος …….. ή είμαι νέος ή ανήλικος χωρίς εισόδημα και έχω κληρονομήσει κατοικία που δύναται να μου χρησιμεύσει μελλοντικά για τη στέγασή μου, ………… κλπ) και έχω απωλέσει το (πχ …. 100% ή 30% κλπ) του(ατομικού ή οικογενειακού) εισοδήματός μου, φορολογούμαι στην πρώτη (ή στην εν δυνάμει πρώτη) κατοικία μου, αντίθετα με τις εκπορευόμενες από το Σύνταγμα εγγυήσεις.
Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη είναι άκυρη γιατί περιλαμβάνει φόρο επί της πρώτης κατοικίας μου, θέτοντας σε κίνδυνο το συνταγματικά εγγυημένο δικαίωμά μου στη στέγαση.
v(για όλους)
v(για όλους)
Ζ.- Παραβίαση του εσωτερικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου
Η εγγύηση της ιδιοκτησίας αποτελεί το θεσμικό θεμέλιο του αστικού κράτους (Γιώργος Κασιμάτης, Οι παράνομες Συμβάσεις Δανεισμού της Ελλάδας, σ. 64).
Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία εγγυώνται ιδίως τα άρθρα 17 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, τα άρθρα 1 και 6 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ και το άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών (Αποχή από άσκηση οικονομικής και πολιτικής βίας).
Το εθνικό μας δίκαιο, αναφορικά με την προστασία του δικαιώματος στην ιδιοκτησία σε συνδυασμό με την φοροδοτική υποχρέωση των πολιτών έχει θεσπίσει τη ρήτρα του αφορολογήτου ορίου (προστασία απόκτησης πρώτης κατοικίας και της εν γένει προστασίας της ακίνητης περιουσίας των πολιτών -άρθρα 21 παρ. 4 κα 17 παρ. 1 Σ-, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με την φοροδοτική ικανότητα -άρθρα 20 και 78 Σ-).
Περαιτέρω, στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος καθορίζονται, κατά τρόπο περιοριστικό, τα στοιχεία, που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολόγησης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες, συναλλαγές), με την έννοια ότι από τα στοιχεία αυτά και μόνον επιτρέπεται να συναχθεί, κατ’ αρχήν, φοροδοτική ικανότητα,αλλά και ότι στην πραγματική ύπαρξη της τελευταίας οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να αποβλέπει ο κοινός νομοθέτης, κατά την επιβολή των κατ’ ιδίαν φόρων, συνεκτιμώντας τις συγκεκριμένες εκάστοτε συνθήκες και χρησιμοποιώντας πρόσφορα προς τούτο κριτήρια.
Η συνταγματική αυτή υποχρέωση αποτελεί όριο, στην άσκηση της νομοθετικής φορολογικής πολιτικής, αφού στο άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζεται στην μεν παράγραφο 1 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στην παράγραφο 5 ότι «Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγονται περαιτέρω οι αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολογικής ισότητας, εξειδικευόμενης της δεύτερης από αυτές στον καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο περιορίζει στα πλαίσια της φοροδοτικής ικανότητας κάθε πολίτη.
Έτσι, η επιβολή φόρου επιτρέπεται μόνον εάν και στο βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα.
Η φοροδοτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα του υποκειμένου σε φόρο πολίτη και συνίσταται στη δυνατότητα του συγκεκριμένου προσώπου να καταβάλει τον φόρο, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς εν όψει του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος διαβιώσεως του, η οποία προσδιορίζεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, αναγόμενα στο εισόδημα ή στην περιουσία, αλλά και στις υποκειμενικές περιστάσεις (προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, υγεία και ηλικία του φορολογουμένου).
Η αρχή της φοροδοτικής ικανότητας (άρθρο 4 παρ. 5 Σ), που διέπεται από το υποκειμενικό σύστημα, επιβάλλει να προσαρμόζεται το φορολογικό βάρος στην πραγματική οικονομική δυνατότητα του φορολογούμενου.
Η δυνατότητα του κάθε φορολογουμένου προσδιορίζεται από τις προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες συνάπτονται προς τις αναγκαίες και αναπόφευκτες δαπάνες, που διασφαλίζουν το ελάχιστον όριο συντήρησης, ανάλογα με την εκάστοτε υφιστάμενη οικονομική και κοινωνική συγκυρία.
Ο ποσοτικός διαφορισμός συντελείται με την εφαρμογή της προοδευτικής φορολογίας με χαμηλό φορολογικό συντελεστή για τα μικρά εισοδήματα και συνεχώς αυξανόμενο συντελεστή για τα μεγαλύτερα εισοδήματα μέχρις ενός ορισμένου ορίου, ώστε να μην πρόκειται για δήμευση.
Ο ποιοτικός διαφορισμός συντελείται με την έκπτωση από το αναφερθέν εισόδημα των δαπανών που διασφαλίζουν το ελάχιστο όριο συντήρησης του φορολογούμενου.
Όμως, τέτοιες προβλέψεις απουσιάζουν από τον ν. 4223/2013, αφού ο φόρος αυτός επιβάλλεται μόνο σε σχέση με τις αντικειμενικές αξίες κάθε ιδιοκτησίας, παραβλέποντας εντελώς τη θέσπιση οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου σε σχέση με την φοροδοτική ικανότητα και την υποκειμενική κατάσταση του φορολογούμενου (οριζόντια διάταξη).
Η έλλειψη συνδρομής οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου κατά τη θέσπιση αυτού του νόμου συνιστά α υ τ ο τ ε λ ή φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, που για πρώτη φορά εισήχθη στο δικαιακό μας κόσμο με την καθιέρωση του ν. 11/1975 (περί φορολογίας ακινήτου περιουσίας), που μετεξελίχθηκε στον ΤΑΠ (ν. 2130/199), στον ΦΜΑΠ (3459/1997) και μετά στο ΕΤΑΚ, και στη συνέχεια με τον ν. 3842/2010 (ΦΑΠ), ο οποίος αφορούσε ουσιαστικά τη μεγάλη ακίνητη περιουσία.
Ο εν λόγω νόμος (ΕΝΦΙΑ) αποτελεί συνέχεια και υποκατάστατο του ΕΕΤΗΔΕ, ο οποίος πρόσφατα κρίθηκε δικαστικά ως κατ’ εξαίρεση ανεκτός συνταγματικά φόρος, υπό την προϋπόθεση ότι θα παρέμενε έκτακτη φορολογία ώστε να μην υποχρεωθούν οι πολίτες σε σταδιακή εκποίηση της περιουσίας τους (ΟλΣτΕ 1972/2012) προκειμένου να ανταπεξέλθουν αυτής της φορολογίας κάτω από τις συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες οικονομικής ύφεσης και αποπληθωρισμού που βρίσκεται η χώρα, με την ιδιαίτερη επισήμανση ότι «η κατά το άρθρο 78§1 του Συντάγματος επιβολή φόρου σε είδος περιουσίας από τυπικό νόμο προϋποθέτει αυτοτελές προσοδοφόρο (έστω και κατά τεκμήριο) περιουσιακό αντικείμενο…».
Αντίθετα, ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει μέχρι στιγμής αντισυνταγματικό τον φόρο ΕΕΤΗΔΕ, με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί πρόσκαιρα ο ΕΕΤΗΔΕ από το ΕΕΤΑ, δηλαδή από φόρο που βαρύνει ηλεκτροδοτούμενα κτίσματα και όχι κάθε ακίνητο.
Έτσι, το δημόσιο, στην προσπάθειά του να παρακάμψει τις ανωτέρω απαγορευτικές ερμηνευτικές οριοθετήσεις στην επιβολή «οριζόντιας» φορολόγησης, υποκατέστησε τον ΕΕΤΗΔΕ με το ν. 4223/2013.
Όμως, αυτή η οριζόντια διάταξη είναι προφανές ότι δεν τίθεται σε εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, γιατί με τον φόρο που προβλέπεται από αυτήν δεν εξυπηρετούνται ανάγκες του κράτουςκατά την άσκηση της εξουσίας του ως imperium, αφού με την από 8.5.2010 παράνομη Δανειακή Σύμβαση Διευκόλυνσης και τα παράνομα Μνημόνια Συνεργασίας έχει καταλυθεί το δικαίωμά του τόσο στην προστασία της εθνικής κυριαρχίας και της εθνικής περιουσίας, όσο και στην προστασία της ιδιωτικής περιουσίας.
Αντίθετα, εξυπηρετούνται μόνον οι ανάγκες των δανειστών της χώρας, που με τις πιο πάνω παράνομες συμβάσεις διόγκωσαν τις φορολογικές υποχρεώσεις των πολιτών από το χρόνο σύναψής τους με τη λήψη νέων, μόνιμων και διαρκών επαχθών φορολογικών μέτρων, χωρίς ανταποδοτικότητα, όπως είναι ο ΕΝΦΙΑ.
Όλες αυτές οι διαπιστώσεις έγιναν και από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, κατόπιν αναφοράς του Ανεξάρτητου Εμπειρογνώμονα του, CephasLumina, ο οποίος ΟΗΕ με το από 7.3.2014 Ψήφισμά του, της 25ης Συνεδρίας του (σημείο της ημερήσιας διάταξης 3), καλεί την Ελλάδα (πέραν άλλων καλεσμάτων προς την Ελλάδα και τους Δανειστές) όπως «…ιδ.- Να ενισχυθεί η στήριξη αστέγων και να αυξηθούν οι προσπάθειες για την πρόληψη της περαιτέρω εξάπλωσης του φαινόμενου των αστέγων. Να εξετάσει τη θέσπιση στεγαστικού επιδόματος για τα χαμηλά εισοδηματικά νοικοκυριά, το οποίο θα καλύψει το κενό που προκαλείται από το κλείσιμο της Οργάνωσης Εργατικής Κατοικίας και να συνεχιστεί η προστασία των ιδιοκτητών ακινήτων με χαμηλό εισόδημα και των οικογενειών τους οι οποίοι δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τα στεγαστικά τους δάνεια έναντι πιθανή έξωση από τα δικά τους σπίτια., ιε) ….».
Οι ίδιες παραπάνω επισημάνσεις, για παραβίαση του πρωτογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης(Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης) και του διεθνούς δικαίου, έγινε και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το από 13.3.2014 Ψήφισμά του, με το οποίο απευθύνει ταυτόσημο με του ΟΗΕ κάλεσμα προς την Ελλάδα και την Τρόϊκα για συμμόρφωσή τους προς αυτά τα νομοθετήματα.
Επισημαίνεται ότι τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ είναι δεσμευτικά για τα μέλη του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην παρούσα μου και την σε αυτήν συνημμένη αίτηση αναστολής, οι δαπάνες διαβίωσής μου υπερβαίνουν το πενιχρό εισόδημά μου (ή …… δεν διαθέτω οποιοδήποτε εισόδημα λόγω ανεργίας μου .. ή προβλήματος υγείας μου, ή …… είναι ανεπαρκές για την αξιοπρεπή διαβίωσή μου, ή ……. άλλο), μη εξασφαλίζοντάς μου αξιοπρεπή διαβίωση, με αποτέλεσμα η υποχρέωσή μου για καταβολή φόρου ΕΝΦΙΑ να παρίσταται απαλλοτριωτική άνευ αποζημίωσης της ακίνητης περιουσίας μου, αφού στην ουσία καλούμαι να την εκποιήσω για να εκπληρώσω αυτήν την φορολογική υποχρέωσή μου, οδηγώντας με σε απώλεια του δικαιώματός μου σε στέγαση.
Επομένως, ο ν.4224/2013 (ΕΝΦΙΑ) συνιστά μέτρο ευθείας δήμευσης της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας, που υλοποιείται και εναντίον μου με την προσβαλλόμενη πράξη, χωρίς μάλιστα να προβλέπεται από το νόμο αυτό οποιαδήποτε αποζημίωση για τη στέρηση του δικαιώματός μου στην ιδιοκτησία, κατά παράβαση των εγγυήσεων της προστασίας της, που προβλέπονται από την εσωτερική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία.
v(για όσους υπόκεινται σε συμπληρωματικό φόρο)
Ζ.- Παραβίαση της αρχής απαγόρευσης διπλής φορολόγησης
Από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος απορρέει η αρχή της απαγόρευσης της διπλής φορολογίας, δηλαδή της φορολόγησης της ίδιας φορολογητέας ύλης σε βάρος του ιδίου προσώπου για την ίδια αιτία (NON BIS IN IDEM).
Τούτο γιατί η επιβολή επιπρόσθετου φόρου στην ίδια φορολογητέα ύλη με την ίδια νομοθετική διάταξη και χωρίς να συντρέχει οποιοδήποτε άλλο κριτήριο, συνεπάγεται ανισότητα των φορολογουμένων στη συμμετοχή στα δημόσια βάρη, κατά παράβαση της αρχής της φορολογικής ισότητας που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος.
Ο φόρος αυτός μου καταλογίσθηκε διπλά, δηλαδή μία φορά επί της φορολογητέας αξίας ενός εκάστου των ακινήτων ιδιοκτησιών μου και μία φορά επί της συνολικής αξίας τους, παρά το γεγονός ότι ακίνητη περιουσία αξίας μέχρις 300.000 ευρώ δεν υπόκειται σε συμπληρωματικό φόρο.
Έτσι όμως, παραβιάζονται οι συνταγματικά εγγυημένες αρχές προστασίας της ιδιοκτησίας, ιδίως της αρχής της φορολογικής ισότητας.
Κατά συνέπεια, με την οριζόντια αυτή διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 4223/2013, παράνομα επιβλήθηκε σε βάρος μου συμπληρωματικός φόρος από …………. ευρώ.
v(για όσους έχουν απρόσοδη ιδιοκτησία)
Η.- Παραβίαση των εγγυήσεων προστασίας της ιδιοκτησίας
Με τις διατάξεις του ν. 4223/2013 προβλέπεται ότι αντικείμενο του ΕΝΦΙΑ συνιστά και η απρόσοδη ακίνητη περιουσία, δηλαδή ακίνητα μη ηλεκτροδοτούμενα, υπό ανέγερση, σεισμόπληκτα, ερειπωμένα, κατεστραμμένα, επίδικα ή υπό καθεστώς αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που κατά αμάχητο τεκμήριο είναι απρόσοδα
Ο νομοθέτης θεσπίζοντας τον ΕΝΦΙΑ ως φόρο κατοχής ακίνητης περιουσίας είναι προφανές ότι απέβλεψε στον καθορισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας των ακινήτων ως βάση επιβολής του φόρου, αφού συνδέει τον καταλογιζόμενο φόρο με τις τιμές ζώνης.
Όμως, ο νομοθέτης παρέλειψε να ρυθμίσει ιδιαίτερα, με την πρόβλεψη μηδενικού συντελεστή, και, κατ' ακολουθίαν, εξαίρεσης από τον φόρο, την περίπτωση εκείνη κατά την οποία οι περιστάσεις έχουν ουσιαστικά καταστήσει αδύνατη για τον ιδιοκτήτη του την κατά τον προορισμό του ακινήτου χρήση και εκμετάλλευσή του.
Τούτο γιατί, η υπαγωγή ενός τέτοιου ακινήτου σε φόρο ακίνητης περιουσίας συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 5 και 17 του Συντάγματος, καθώς και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τις οποίες μόνη η κατοχή ιδιοκτησίας, χωρίς τη συνδρομή οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου σε σχέση με το υποκείμενο της φορολογίας δεν αποτελεί ένδειξη αντίστοιχης με την αξία του ακινήτου φοροδοτικής ικανότητας.
Τέτοια όμως ρύθμιση, για την πρόβλεψη δηλαδή μηδενικού συντελεστή όσον αφορά την περίπτωση των απρόσοδων ακινήτων (πχ λόγω έλλειψης εκμετάλλευσής τους εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης, ή …… λόγω της έλλειψης δυνατότητας οποιασδήποτε χρήσης τους), δεν περιέχεται στο νόμο, ο οποίος είναι κατά τούτο αντισυνταγματικός, αντίθετος προς την ΕΣΔΑ, και επομένως ανεφάρμοστος.
Συνεπώς, παράνομα μου καταλογίσθηκε φόρος (κύριος και συμπληρωματικός) από ποσό ....................................... ευρώ, αφού όλα (ή πχ κάποια από αυτά ………) τα ακίνητά μου παραμένουν ανεκμετάλλευτα συνεπεία της σοβαρής οικονομικής κρίσης ( ή πχ είναι ερειπωμένα, ,,,,, ή μη ηλεκτροδοτούμενα, ή ……. μη δυνάμενα να κατοικηθούν λόγω εκτεταμένων βλαβών ακατοίκητα, ………..ή σε καθεστώς αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, …… ή .. επίδικα, ή ημιτελές στο στάδιο οπτοπλινθοδομής, ή ……..άλλο ……).
- v
- v(για τους ψιλούς κυρίους που δεν κατοικούν στο ακίνητο όπου έχουν το δικαίωμα και δεν έχουν τη χρήση ή εκμετάλλευσή του)
Θ.- Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης
Με τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 4223/2013 ορίζονται συντελεστές καταβολής ΕΝΦΙΑ για όσους έχουν δικαίωμα επικαρπίας ή οίκησης σε ακίνητο μικρότεροι των συντελεστών που προσδιορίζουν τον φόρο ΕΝΦΙΑ για τους ψιλούς κυρίους του ίδιου φορολογητέου ακινήτου.
Μάλιστα όσο αυξάνεται η ηλικία του επικαρπωτή ακινήτου ή του δικαιούχου οίκησης, τόσο μειώνεται η συμμετοχή του στο ποσό του καταβλητέου ΕΝΦΙΑ.
Η πρόβλεψη αυτή είναι ευθέως αντίθετη με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 4 και της παρ. 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος, γιατί μειώνουν το ποσό του φόρου στα πρόσωπα που αποδεδειγμένα καρπώνονται το ακίνητο, ενώ αυξάνουν το ποσό του φόρου στα πρόσωπα που έχουν απλά δικαίωμα ψιλής κυριότητας και επομένως δεν έχουν οποιαδήποτε δυνατότητα εκμετάλλευσης του ακινήτου.
Στην προκειμένη περίπτωση, εγώ που είμαι ψιλός κύριος του ακινήτου μου στ.. …………………………… υποχρεούμαι σε καταβολή ΕΝΦΙΑ ποσού ………. ευρώ, ενώ ο πατέρας μου (ή η μητέρα μου…, ή …άλλο πρόσωπο), που κατοικεί (ή μισθώνει, ή ……… χρησιμοποιεί ως επαγγελματική στέγη ή … ως αποθήκη, … ή ότι άλλο) το ακίνητο αυτό υποχρεούται σε καταβολή φόρου ΕΝΦΙΑ ποσού ……… ευρώ.
Συνεπώς, με την προσβαλλόμενη πράξη μου καταλογίζεται παράνομα φόρος μεγαλύτερος εκείνου του επικαρπωτή.
Για όλους τους παραπάνω λόγους θα πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη.
- §
(η αίτηση που ακολουθεί να ενσωματωθεί, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνων που δεν τους απομένει υπόλοιπο εισοδήματος για πληρωμή ΕΝΦΙΑ μετά την αφαίρεση των ανελαστικών δαπανών τους από το μηνιαίο εισόδημά τους)
Γ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
Με την παρούσα αίτησή μου ζητώ επίσης την αναστολή εκτέλεσης της ως άνω προσβαλλόμενης πράξης για τους ακόλουθους νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους :
Όπως προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το μέσο διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών ανήλθε κατά το έτος 2009 σε 24.224,38 ευρώ, κατά το έτος 2010 σε 21.590,07 ευρώ και κατά το έτος 2011 σε 17.977,00 ευρώ, δηλαδή μειώνεται περίπου κατά 3,500 ευρώ κάθε χρόνο.
Το ατομικό μου ετήσιο εισόδημα ανήλθε κατά το έτος 2010 σε ………... ευρώ, κατά το έτος 2011 σε ………... ευρώ, κατά το έτος 2012 σε ……………………... ευρώ και κατά το έτος 2013 σε ……………………... ευρώ, έχοντας μειωθεί δηλαδή μέσα σε τρία έτη περισσότερο από …….%.
(η παράγραφος αυτή αφορά μόνον όσους είναι έγγαμοι) Την ίδια μείωση περίπου υπέστη και το ετήσιο οικογενειακό μας εισόδημα, το οποίο από ………………….. ευρώ κατά το έτος 2010, μειώθηκε σε ………………. ευρώ το έτος 2011, υπέστη περαιτέρω μείωση το έτος 2012 ανερχόμενο …………………. ευρώ και ανήλθε κατά το έτος 2013 σε …………………. ευρώ.
Οι οικογενειακές μου (ή …. Οι προσωπικές μου) δαπάνες όλο το παραπάνω διάστημα παραμένουν σχετικά σταθερές, με αυξητική τάση κάθε χρόνο, ιδίως ενόψει των αυξανόμενων εκπαιδευτικών αναγκών των παιδιών μου.
Το αρνητικό αποτέλεσμα του συσχετισμού των οικογενειακών μου δαπανών σε σχέση με το οικογενειακό μου εισόδημα αποδεικνύει ότι η φοροδοτική μου δυνατότητα έχει καταβαραθρωθεί.
Τα ανωτέρω είναι απολύτως γνωστά στο δημόσιο, αφού έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε όλες τις φορολογικές δηλώσεις μου.
Αποδεικνύονται, όμως, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής σε σχέση με την υφιστάμενη οικονομική συγκυρία, καθώς και από τη γενικότερη χειροτέρευση της φοροδοτικής ικανότητας όλων σχεδόν των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι σύμφωνα με τα γνωστά στο δημόσιο στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και εκείνα της Τράπεζας της Ελλάδος έχουν υποστεί δραματική μείωση μισθών, συντάξεων, μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος, διαθέσιμου προς ανάλωση εισοδήματος (με ραγδαία πτώση του δείκτη ρευστότητας), ενώ ήταν ελάχιστη η υποχώρηση του ετήσιου πληθωρισμού και κατακόρυφη η αύξηση κάθε άλλης μορφής άμεσης και έμμεσης φορολογίας με αυξήσεις στη χρήση δημοσίων αγαθών (π.χ. τιμολόγια ΔΕΗ) και επιβολή νέων φόρων στην ατομική και ακίνητη ιδιοκτησία.
Χαρακτηριστική πρόσθετη απόδειξη των ανωτέρω εκτιθεμένων συνιστά το γεγονός ότι το δημόσιο αναγνωρίζοντας εμμέσως πλην σαφώς τη σταδιακή επιδείνωση της φοροδοτικής δυνατότητας των πολιτών και δεχόμενου ότι πρέπει να καθοριστεί ένα όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης για κάθε μισθωτό ή συνταξιούχο –αύξησε με διαδοχικούς νόμους το ακατάσχετο όριο μισθών και συντάξεων από το ποσό των 600,00 ευρώ το έτος 2007 στο ποσό των 1.500,00 ευρώ το έτος 2014 με το άρθρο δεύτερο, κεφάλαιο Β', παρ. Α3 και Α4 του ν. 4254/7-4-2014.
Με τον τρόπο αυτόν το Ελληνικό Δημόσιο ομολογεί ότι τυχόν κατάσχεση μισθών ή συντάξεων που υπολείπονται του ορίου των 1.500,00 ευρώ δεν επιτρέπεται, διότι διαφορετικά δεν διασφαλίζεται η δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών και ο σεβασμός στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου που κατοχυρώνεται στη μη αναθεωρητέα διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Ο δε σεβασμός στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου συνδέεται άρρηκτα με τη διάταξη του αρ. 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί σεβασμού της πραγματικής φοροδοτικής δυνατότητας εκάστου πολίτη, αφού τυχόν υπερφορολόγησή του πλήττει ευθέως τη δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβιώσεως.
Συνεπώς, από όλα τα ανωτέρω εκτιθέμενα, αποδεικνύεται ότι αδυνατώ παντελώς να καταβάλω το εις βάρος μου καταλογισθέν ποσό του ΕΝΦΙΑ, από ποσό …….. ευρώ, χωρίς να διακινδυνεύσω την επιβίωση εμού και της οικογενείας μου.
Αυτό αποδεικνύεται από τη συνυποβαλλόμενη Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης, σύμφωνα με την οποία το εισόδημά μου κατά τη χρήση του έτους 2013 ανήλθε στο ποσό των ……………………. ευρώ, ενώ μέχρι σήμερα είχα εισόδημα …………………. ευρώ.
Από το εισόδημα αυτό πρέπει να αφαιρεθούν οι ανελαστικές δαπάνες διαβίωσης εμού και της οικογενείας μου, η οποία απαρτίζεται από ………. μέλη, δηλαδή από εμένα, τον/τη σύζυγό μου και το/τα ……….. τέκνα μας, εκ των οποίων τα ………. είναι ανήλικα και το …… άνεργο. Οι προς αφαίρεση ανελαστικές δαπάνες της οικογενείας μου είναι:
α. Για τη διατροφή μας ποσό …………. μηνιαία.
β. Για το λογαριασμό της ΔΕΗ ποσό …………….. μηνιαία.
γ. Για κάλυψη του λογαριασμού τηλεφωνικής σύνδεσης της οικίας μας και των κινητών τηλεφώνων ποσό ……………. μηνιαία.
δ. Για εκπαιδευτικές ανάγκες των τέκνων μας ποσό ……….. μηνιαία.
ε. Για καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στο ΤΕΒΕ/ΤΣΜΕΔΕ κ.ο.κ. ποσό ………….. μηνιαίως.
στ. Για έκτακτη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ποσό …………………. μηνιαίως.
ζ. Για κάλυψη δαπανών ένδυσης και υπόδησης ποσό …………….. μηνιαίως.
η. Για κάλυψη δαπανών μετακίνησης εμού και της οικογενείας μου ποσό ……………….. μηνιαίως.
θ. Για κάλυψη του λογαριασμού ΕΥΔΑΠ ποσό ……………… μηνιαίως.
ι. Για κάλυψη των κοινοχρήστων δαπανών του διαμερίσματός μας ποσό ……………….. μηνιαίως.
ια. Για κάλυψη στεγαστικού δανείου της οικίας μας (ή …. για μίσθωμα) ποσό ……………….. μηνιαίως.
Εδώ προσθέτουμε όσες άλλες δαπάνες μπορεί να θεωρηθούν ανελαστικές (ασφάλιση ΙΧ, ιδιωτική ασφάλιση υγείας, τέλη κυκλοφορίας, δαπάνες φοίτησης τέκνων, δαπάνες κάλυψης χρόνιας ασθένειας κ.ά.).
Επομένως για τη μηνιαία διαβίωση εμού και της οικογενείας μου απαιτείται ποσό …………………. μηνιαίως, γεγονός που σημαίνει ότι με το εισόδημα εμού και της συζύγου μου δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν οι ως άνω ανελαστικές δαπάνες, χωρίς να διακινδυνεύσει η επιβίωσή μας.
Για τον λόγο αυτόν άλλωστε δεν έχω καταβάλει το 50% του ΕΝΦΙΑ, όπως τούτο προβλέπεται με τη διάταξη του άρθρου 63 του ν. 4223/2013.
Όμως, η συγκεκριμένη διάταξη είναι αντισυνταγματική, αφού προβλέπετι ότι προϋπόθεση για την υποβολή της παρούσας πρέπει να έχει κατατεθεί το 50% του αμφισβητούμενου ποσού του φόρου, προκειμένου ο διοικούμενος να απολαύσει της αναστολής εκτέλεσης του υπόλοιπου 50% του φόρου.
Με τον τρόπο αυτόν δεν υφίσταται πλέον δυνατότητα του φορολογουμένου να αποφύγει προσωρινώς την καταβολή των εις βάρος του βεβαιωθέντων ποσών φόρου, ακόμα και αν έχει ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ή άλλο ένδικο βοήθημα!
Ως άμεση συνέπεια των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει επομένως η παντελής στέρηση της δυνατότητας του φορολογουμένου να αποφύγει έστω εν μέρει την καταβολή του εις βάρος του βεβαιωθέντος φόρου, δεδομένου ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής όσον αφορά την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης η τυχόν ασκηθείσα προσφυγή του θα εκδικασθεί μετά από 6 έτη και θα τελεσιδικήσει μετά περίπου 10 έτη από την υποβολή της.
Καθ’ όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα ο φορολογούμενος θα έχει στερηθεί ολόκληρο το βεβαιωθέν ποσό, όταν δε το ποσό αυτό θα συμψηφιστεί με άλλες τρέχουσες οφειλές του φορολογουμένου προς το Δημόσιο ή όταν θα του επιστραφεί, θα έχει ήδη μεσολαβήσει τόσο μακρύ χρονικό διάστημα, ώστε να είναι ουσιωδώς χαμηλότερη η αληθής αξία του συμψηφιζόμενου ή επιστραφέντος ποσού σε σχέση με την αξία του ποσού που αναγκάστηκε ο φορολογούμενος να καταβάλει στο Δημόσιο.
Το γεγονός αυτό αυτομάτως προσβάλει και τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2§1 του Συντάγματος, αφού, προκειμένου να μπορέσει ο φορολογούμενος να καταβάλει ολόκληρο το σε βάρος του βεβαιωθέν ποσό, θα πρέπει να υποστεί αντίστοιχη πτώση του βιοτικού του επιπέδου, η οποία θα ανορθωθεί μόνο μερικώς μετά από 5 με 7 έτη, δηλαδή όταν θα εκδοθεί απόφαση επί της προσφυγής που είχε ασκήσει και θα έχει τη δυνατότητα συμψηφισμού του μη καταβληθέντος φόρου, χωρίς και πάλι αυτό να είναι βέβαιο.
Καθόσον με αφορά, αν εφαρμοστεί η ως άνω διάταξη του άρθρου 63 του ν. 4223/2013, θα αναγκαστώ να καταβάλω ολόκληρο το εις βάρος μου βεβαιωθέν ποσό, χωρίς να μου έχει δοθεί η συνταγματικώς κατοχυρωμένη δυνατότητα της παροχής εννόμου προστασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 20§1 του Συντάγματος, παρότι έχω ήδη ασκήσει την παρούσα ενδικοφανή προσφυγή μου κατά της ως άνω προσβαλλόμενης πράξης.
Όμως από την ως άνω διάταξη του Συντάγματος απορρέει ευθεία υποχρέωση του νομοθέτη να εξασφαλίζει την παροχή πλήρους και αποτελεσματικής έννομης προστασίας έναντι των εκτελεστών ατομικών πράξεων της Διοίκησης.
Κατά την κρατούσα νομολογία τόσο των Δικαστηρίων της ουσίας, όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, η παροχή πλήρους και αποτελεσματικής εννόμου προστασίας δεν περιορίζεται μόνο στο στάδιο της οριστικής κρίσης για την επίλυση της διαφοράς, αλλά περιλαμβάνει και την προσωρινή δικαστική προστασία (βλ. αντί πολλών άλλων ΕΑ ΣτΕ 569/2004).
Τα ανωτέρω έχει ήδη δεχθεί το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (25ο Τμήμα) σε παραπλήσια περίπτωση ολικής απαγόρευσης αναστολής εκτέλεσης που επιβλήθηκε με το άρθρο 46 του ν. 3220/2004 με την πρόσφατη υπ’ αριθμόν 10522/2010 απόφασή του.
Όπως εκθέτω στη συνημμένη ως άνω προσφυγή μου, στην οποία αναφέρομαι προς αποφυγή επαναλήψεων, η περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη πράξη επιβάρυνση αποτελεί φορολογική εν γένει επιβάρυνση κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 69§2 και 200 του ΚΔΔ.
Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα, γιατί η απαίτηση καταβολής ποσοστού 50% του αμφισβητούμενου φόρου σε περίπτωση άσκησης εκ μέρους του φορολογουμένου ενδικοφανούς προσφυγής είναι καταφανώς ανεπιεικής και προσβάλει επίσης τις διατάξεις του άρθρου 20§1 του Συντάγματος περί παροχής πλήρους και αποτελεσματικής εννόμου προστασίας, επειδή το ποσοστό του 50% είναι ιδιαιτέρως υψηλό και ουσιαστικώς αποθαρρύνει τον φορολογούμενο από την άσκηση σχετικού ενδίκου μέσου ή προσφυγής, αφού αυτός θα κληθεί να καταβάλει και την αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, καθώς και το παράβολο 2% επί του αμφισβητούμενου ποσού του φόρου.
Αυτά τα ποσά, αθροιζόμενα, ανέρχονται σε ένα μηνιαίο μισθό ανειδίκευτου εργάτη, τουλάχιστον, γεγονός που αποδεικνύει την έμπρακτη παραβίαση της διάταξης του άρθρου 20§1 του Συντάγματος περί αποτελεσματικής εννόμου προστασίας.
Βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής αποδεικνύεται ότι με την πρόβλεψη αυτή ο φορολογούμενος ουσιαστικά τιμωρείται, επειδή άσκησε την ενδικοφανή προσφυγή!
Κατά την ορθή ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 20§1 του Συντάγματος, ο φορολογούμενος πρέπει να έχει την ουσιαστική και πρακτική δυνατότητα να αμφισβητήσει οποιοδήποτε ποσό βεωαιώνεται σε βάρος του από τη Διοίκηση.
Όταν, όμως, ως άμεση συνέπεια της εκ μέρους του αμφισβήτησης του ποσού αυτού, προκύπτει αυτομάτως η υποχρέωσή του να καταβάλει το ήμισυ αυτού, δημιουργείται εκ των πραγμάτων ένα ισχυρότατο αντικίνητρο στον φορολογούμενο που επιθυμεί να προσβάλει καταλογιστική ατομική πράξη της Διοίκησης, το οποίο συνδυαζόμενο με τα αναπόφευκτα έξοδα των σχετικών δικών, καθιστά απαγορευτική τη δικαστική προσβολή οποιουδήποτε τέτοιου βεβαιωθέντος ποσού φόρου εισοδήματος.
Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 20§1 του Συντάγματος η αποτελεσματική και συνταγματικώς κατοχυρωμένη δυνατότητα του φορολογουμένου να προσβάλει επιβληθέντα φόρο εισοδήματος τελεί σε άμεση συνάρτηση με το κόστος των αναγκαίων δικαστικών ενεργειών, πρέπει δε να μην καθίσταται τόσο ακριβή, ώστε να αποθαρρύνεται εμπράκτως ο φορολογούμενος να ασκήσει την προσφυγή που επιθυμεί.
Για το λόγο αυτό άλλωστε παγίως αποφαίνονται τα Δικαστήρια ότι η θέσπιση υπερβολικών τελών ή ιδιαιτέρως υψηλών παραβόλων για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ή ενδίκων μέσων είναι αντίθετη με τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος, γιατί στερούν έμπρακτα από τον πολίτη τη δυνατότητα προσφυγής στη Δικαιοσύνη.
Επομένως, δεδομένης της πασίδηλης και ευχερώς διαπιστούμενης βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής δυσμενούς οικονομικής καταστάσης όλων ανεξαιρέτως των φορολογουμένων της χώρας, οι οποίοι έχουν κληθεί κατά τα τελευταία τέσσερα έτη να συνεισφέρουν κατά πολύ υψηλότερους φόρους στο Δημόσιο, η απαίτηση καταβολής του ημίσεως του αμφισβητούμενου ποσού του φόρου, αποδεικνύεται δυσανάλογη με την υφιστάμενη οικονομική δυνατότητα των Ελλήνων πολιτών και όλως απαγορευτική ως προς την πλήρη και αποτελεσματική παροχή εννόμου προστασίας.
Τα ανωτέρω εκτιθέμενα ισχύουν βεβαίως και για εμένα, καθ’ όσον δεν έχω μείνει αλώβητος από τη γενική οικονομική κρίση, όπως λεπτομερώς εκτέθηκε ήδη.
Κατά συνέπεια, τυχόν άμεση εκτέλεση της ως άνω προσβαλλόμενης Πράξης Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου, θα μου προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη, καθ’ όσον η αποδεδειγμένη αδυναμία μου να καταβάλω το σε βάρος μου βεβαιωθέν ποσό, θα οδηγήσει σε εναντίον μου λήψη μέτρων αναγκαστικής κατάσχεσης.
Για τους λόγους αυτούς με την παρούσα αίτησή μου ζητώ να ανασταλεί η εκτέλεση της ως άνω προσβαλλομένης Πράξης Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου στο σύνολό της.
ΕΠΕΙΔΗ από όλα τα ανωτέρω εκτιθέμενα σαφώς δείκνυται ότι η ως άνω προσβαλλόμενη Πράξη Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου εκδόθηκε δυνάμει αντισυνταγματικών διατάξεων τυπικού νόμου και πρέπει για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους να ακυρωθεί και να ανασταλεί η εκτέλεσή της.
ΕΠΕΙΔΗ η παρούσα αίτησή μου και η ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή μου είναι εμπρόθεσμες, νόμιμες, προδήλως βάσιμες, αληθείς και αποδεδειγμένες.
ΕΠΕΙΔΗ ορίζω με την παρούσα μου ως αντίκλητο και πληρεξούσιο δικηγόρο μου τον Δικηγόρο Αθηνών …………………………………….. (ΑΜΔΣΑ ……………….), κάτοικο Αθηνών, οδός …………….., αριθμός …, τηλ. 210………………………….
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΩ
Να γίνει δεκτή η παρούσα ενδικοφανής προσφυγή μου και η παρούσα αίτηση αναστολής εκτέλεσης.
Να ακυρωθεί και να ανασταλεί στο σύνολό της η εκτέλεση της υπ’ αριθμόν χρηματικού καταλόγου ……………………. Πράξης Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου της Δ.Ο.Υ. …………………., η οποία με εμφανίζει ως υπόχρεο καταβολής συνολικού ποσού …………………
Να αναγνωριστεί ότι δεν οφείλω οποιοδήποτε ποσό ΕΝΦΙΑ προς το Ελληνικό Δημόσιο.
Διαφορετικά, και τελείως επικουρικά, στην αδόκητη περίπτωση που η Δ/νση σας ήθελε τείνει να απορρίψει την παρούσα ενδικοφανή προσφυγή μου και τη συνημμένη σ΄ αυτήν αίτηση αναστολής εκτέλεσης, υποβάλω στην υπηρεσία σας το αίτημα να έχει προηγηθεί αποδεδειγμένα επίσημη και σύμφωνη με την απόρριψη νομική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου σας ή του ΝΣΚ, άλλως σας δηλώνω ότι επιφυλάσσομαι να καταθέσω μήνυση κατά των μελών της επιτροπής που θα εκδώσει την απόφαση και της Γενικής Γραμματέως Εσόδων για παράβαση καθήκοντος και απόπειρα καταπίεσης (αρ. 244 ΠΚ), αφού τίθενται νομικά ζητήματα που δεν έχετε τις γνώσεις να κρίνετε, οπότε η μη ζήτηση νομικής γνωμοδότησης θα αποδεικνύει τον δόλο σας.
Επίσης, ζητώ να κληθώ και να παρασταθώ στην Επιτροπή σας προκειμένου να αποδείξω εγγράφως τους ισχυρισμούς μου.
Αθήνα, …… Σεπτεμβρίου 2014
Ο προσφεύγων
και
αιτούμενος την αναστολή εκτέλεσης
Μπορείτε να κατεβάσετε το πλήρες κείμενο της προσφυγής σε μορφή pdf από
https://www.epamhellas.gr/%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC/%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BC-%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CE%B3%CE%BC%CE%B1-%CE%B5%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%86%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%8D%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%86%CF%85%CE%B3%CE%AE%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BD%CF%86%CE%B9%CE%B1 .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου