Tου Alan Freeman [1]
μετάφραση Άκης Γαβριηλίδης
O κοιμισμένος χωροφύλακας της νέας παγκόσμιας τάξης
Μόλις
σκεφτούμε την παγκόσμια οικονομία, δύο οικείες λέξεις μας έρχονται στο
μυαλό: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα, οι δύο
υπερεθνικοί φορείς που δημιούργησε η Συμφωνία του Μπρέτον Γουντς το
1947, όταν οι συμμαχικές δυνάμεις οικοδομούσαν τη μεταπολεμική παγκόσμια
οικονομική τάξη. Δεν είναι εξίσου γνωστό ότι στους δύο αυτούς φορείς
έχει προστεθεί ένας τρίτος. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ)
σχηματίστηκε το 1994 μετά την ολοκλήρωση του διαπραγματευτικού «Γύρου
της Ουρουγουάης» και αναδύθηκε ως ο τρίτος πυλώνας της μεταπολεμικής
οικονομικής τάξης. Παρόλο που γενικά παρουσιάζεται ως απλή συνέχιση της
GΑΤΤ, ο ΠΟΕ στην πραγματικότητα εισήγαγε μια θεμελιώδη αλλαγή στην
οργάνωση του παγκόσμιου εμπορίου.
Η GΑΤΤ έπαψε
να είναι ένα αναποτελεσματικό εμπορικό επιμελητήριο και έχει
μεταμορφωθεί σε ισχυρό εργαλείο για την αναδιάρθρωση της παγκόσμιας
αγοράς προς το εμπορικό και χρηματιστικό συμφέρον των κυρίαρχων
δυνάμεων, με κύριο στόχο τη διατήρηση της υπεροχής της οικονομίας των
ΗΠΑ — οι οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες με το μεγαλύτερο εμπορικό
έλλειμμα στην παγκόσμια ιστορία.
Θεωρητικά, η
GΑΤΤ υποτίθεται ότι διευρύνει τις διεθνείς ανταλλαγές, πράγμα που
γενικά πιστεύεται ότι είναι προς όφελος όλων των χωρών και δεν βλάπτει
κανέναν. Άσχετα όμως από τη ρητορεία περί ελεύθερου εμπορίου, ο
πραγματικός της ρόλος είναι να ενσωματώσει τις αδέσμευτες χώρες και τις
χώρες του πρώην ανατολικού συνασπισμού σε μια απεριόριστη αγορά για τα
προϊόντα ενός επίλεκτου ομίλου ανεπτυγμένων χωρών, να καταργήσει την
προστατευτική εθνική πολιτική των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών υπέρ της
καθιέρωσης θεσμικών εγγυήσεων για τη συστηματική λεηλασία της αγοράς
κάθε χώρας και να παράσχει στις επίλεκτες αυτές χώρες ασυλία από
οποιαδήποτε απειλή ανταγωνισμού που ίσως προκύψει κατ’ αυτό τον τρόπο.
Ο έλεγχος
του εμπορίου, μαζί με άλλες γνωστότερες μεθόδους όπως ο χρηματοδοτικός
εκβιασμός και η δανειακή υποδούλωση, ξεπετάχτηκε επιτέλους από την
κοιλιά της παγκόσμιας αγοράς για να διεκδικήσει τη θέση του ως
πρωταρχικό εργαλείο για την κυριαρχία των ανεπτυγμένων χωρών.
Η νέα ημερήσια διάταξη του εμπορίου
Ο ΠΟΕ κομίζει μια ριζικά νέα ημερήσια διάταξη για το παγκόσμιο εμπόριο. Οι βασικοί άξονες της διάταξης αυτής είναι:
α) Η
φιλελευθεροποίηση του «εμπορίου υπηρεσιών» μέσω των GATS (Γενικών
Συμφωνιών για το Εμπόριο και τις Υπηρεσίες), οι οποίες καλύπτουν το ένα
πέμπτο του συνολικού παγκόσμιου εμπορίου (1 τρις δολάρια). Πρόκειται για
θεσμική αλλαγή μεταμφιεσμένη σε εμπορική μεταρρύθμιση. Εφόσον οι
χρηματιστικές υπηρεσίες αντιμετωπίζονται ως «εμπόρευμα», με την αλλαγή
αυτή θεσπίζεται η νομική υποχρέωση ανοχής της ελεύθερης κυκλοφορίας
κεφαλαίων, με την οποία αναιρείται το νόμιμο δικαίωμα της εθνικής
οικονομικής κυριαρχίας. Επιπλέον, στην περίπτωση των υπηρεσιών, ο
ορισμός των εξαγωγών διευρύνθηκε ώστε να περιλάβει και τις υπηρεσίες που
παράγουν σε κάθε χώρα θυγατρικές εταιρίες αλλοδαπής ιδιοκτησίας. Με τον
τρόπο αυτό, η ρύθμιση των ανταλλαγών επεκτάθηκε για πρώτη φορά και στο
καθεστώς της εσωτερικής αγοράς των κρατών μελών.
β) Μια νέα
εμπορική κατηγορία Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΔΠΙ) με
αποφασιστική σημασία. Τα ΔΠΙ έχουν τόση σχέση με τη φιλελευθεροποίηση
του εμπορίου, όση και η ελεύθερη μεταφορά δούλων. Με αυτά, κηρύσσεται
παράνομη η εμπορία των προϊόντων που ενσωματώνουν τεχνολογικές
ανακαλύψεις των τελευταίων είκοσι ετών — δηλαδή, σχεδόν όλων — εκτός αν ο
νυν δικαιούχος της ανακάλυψης ορίσει διαφορετικά. Αποτελούν απόλυτο
μονοπώλιο των ανεπτυγμένων χωρών: σε παγκόσμιο επίπεδο, σε κατοίκους του
τρίτου κόσμου ανήκει το 0,16% των υφισταμένων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
(Mihevic 1995). Με τις σχετικές ρυθμίσεις, ο κάτοχος του πνευματικού
δικαιώματος επί μιας τεχνικής διεργασίας καθίσταται χωριστή νομική
οντότητα, διακριτή όχι μόνο από τον εργαζόμενο αλλά και από τον
ιδιοκτήτη του εργοστασίου ή του αγροκτήματος, καθώς και από τον αρχικό
εφευρέτη. Η κυριότητα και ο έλεγχος της τεχνολογίας μετασχηματίζεται σε
εμπορεύσιμο εργαλείο κυριαρχίας. Έτσι, παγιώνεται ο βασικός μηχανισμός
της αγοράς που οδηγεί τον τρίτο κόσμο στη φτώχεια, δηλ. η μεταφορά
τεχνολογικών υπερκερδών μέσω του εμπορίου.
γ) Ευρείας
κλίμακας ενέργειες αντι-ντάμπιγκ, οι οποίες αναδεικνύονται ως η
προσφιλής μέθοδος προστατευτισμού των ΗΠΑ, της ΕΕ και της
Αυστραλίας/Νέας Ζηλανδίας. Η Παγκόσμια Τράπεζα χαρακτηρίζει απροκάλυπτα
την πρακτική αυτή ως «προστατευτισμό υπό διαφορετικό περιτύλιγμα» [2] .
Πριν το 1986, οι ενέργειες αντι-ντάμπιγκ ήταν η εξαίρεση. Το 1992,
αποτελούσαν ήδη γενικευμένη πρακτική των ανεπτυγμένων χωρών. Μεταξύ 1985
και 1992, οι εκβιομηχανισμένες χώρες κίνησαν 1.040 διαδικασίες
αντι-ντάμπιγκ. πάνω από τις μισές στρέφονταν κατά της Ανατολικής Ευρώπης
(132), του τρίτου κόσμου (137) και των αναπτυσσόμενων χωρών της Ασίας
(297). Οι μη εκβιομηχανισμένες χώρες — στις οποίες ζουν τα τρία τέταρτα
του παγκόσμιου πληθυσμού — κίνησαν συνολικά 91.
δ) Η παγίωση
ενός συστήματος εμπορικών συσσωματώσεων. Πρόκειται για «Ζώνες Ελεύθερων
Συναλλαγών» (ΖΕΣ) περί τις κυρίαρχες καπιταλιστικές χώρες (την ΕΕ, τη
ΝΑFTA [ΖΕΣ Β. Αμερικής, σ.τ.μ.] και την APEC [οικονομική συνεργασία
Ασίας-Ειρηνικού, σ.τ.μ.]), οι οποίες ρητά εξαιρούνται από τα μέτρα που
επιβάλλονται σε όλα τα λοιπά μέλη του ΠΟΕ. Το άρθρο 24 της GΑΤΤ θεσπίζει
βέβαια αυστηρές προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να καλύπτει μια Ζώνη
Ελεύθερων Συναλλαγών, αλλά οι προϋποθέσεις αυτές δεν τηρούνται ποτέ.
Μέχρι το 1990, τέσσερις μόνο ομάδες εργασίας (από τις πενήντα και πλέον
που συστάθηκαν συνολικά) κατόρθωσαν να συμφωνήσουν ότι κάποιο
περιφερειακό σύμφωνο πληρούσε τους όρους του άρθρου 24 — οι τρεις από
αυτές πριν το 1957. «Η εμπειρία της GΑΤΤ κατά τον έλεγχο των ΖΕΣ (Ζωνών
Ελεύθερων Συναλλαγών) και των τελωνειακών ενώσεων με βάση το εν λόγω
άρθρο δεν υπήρξε ιδιαίτερα ενθαρρυντική. .. Δεν θα ήταν υπερβολή να
πούμε ότι οι κανόνες της GΑΤΤ [για τα περιφερειακά σύμφωνα] μένουν σε
μεγάλο βαθμό νεκρό γράμμα» (ΗΚ, σ. 219). Με δυο λόγια, οι ανεπτυγμένες
χώρες κάνουν πραγματικά ό,τι γουστάρουν.
Από τη συναίνεση στον εξαναγκασμό
Αυτές οι
διάσπαρτες αλλαγές ενοποιήθηκαν μέσω της μετατροπής ενός συμφώνου — της
παλιάς GΑΤΤ — σε υπερεθνικό οργανισμό επιβολής, ο οποίος έχει
εκτελεστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες σχετικές όχι μόνο με τις
εμπορικές σχέσεις, αλλά και με το εσωτερικό ιδιοκτησιακό, φορολογικό και
χρηματοδοτικό καθεστώς των μελών του.
Η GΑΤΤ
διεξήγαγε παρατεταμένους «γύρους» πολυμερών διαπραγματεύσεων για τη
μείωση συγκεκριμένων δασμών κατόπιν συμφωνίας. Στην ουσία υπήρξε ένας
οργανισμός μεσολάβησης για την επέκταση των διμερών διακανονισμών, τους
οποίους θα έκαναν ούτως ή άλλως οι «μεγάλοι παίκτες», σε έναν ευρύτερο
κύκλο μετεχόντων. «Σε περιπτώσεις όπου έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ του να
διακινδυνεύσουν μια σοβαρή σύγκρουση και να επιχειρήσουν να εφαρμόσουν
το γράμμα των διατάξεων της GΑΤΤ – για παράδειγμα στις περιφερειακές
ολοκληρώσεις ή στις χρηματοδοτήσεις – τα κράτη μέλη ‘έκαναν τα στραβά
μάτια’. Αυτό αντανακλά τη φύση του οργάνου αυτού, που αποτελεί βασικά
μια λέσχη. Η λέσχη έχει κανόνες, αλλά τα μέλη της μπορεί να αποφασίσουν
να τους καταργήσουν ή να κάνουν ότι δεν βλέπουν τις παραβιάσεις» (ΗΚ, σ.
3).
Οι ιστορικοί
βέβαια θεωρούν την GΑΤΤ ως το κύριο όχημα για τη φιλελευθεροποίηση του
εμπορίου, αλλά αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο ότι οι μεγάλες
δυνάμεις, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, ήθελαν να φιλελευθεροποιήσουν ούτως ή
άλλως το δικό τους εμπόριο ώστε να εξασφαλίσουν μερίδιο των εξαγωγών
κεφαλαίου από τις ΗΠΑ, κατά την περίοδο που αυτές είχαν ακόμα τη
βιομηχανική υπεροχή. Η GΑΤΤ απλώς έβαλε και τους άλλους μέσα στο
παιχνίδι.
Ο ΠΟΕ
σηματοδότησε δύο αποφασιστικές αλλαγές. Η πρώτη είναι η μετακίνηση από
έναν «προσανατολισμό προς το αποτέλεσμα» προς έναν «προσανατολισμό προς
τους κανόνες». το παγκόσμιο εμπόριο κυβερνάται πλέον από κανόνες και
συνταγές και όχι από εμπορεύματα-στόχους. Αυτό επεκτείνεται και στις
νομικές ρυθμίσεις περί εμπορίου τις οποίες ο ΠΟΕ υποχρεώνει τις
κυβερνήσεις των κρατών μελών να ενσωματώσουν στο εθνικό τους δίκαιο.
Και, το κυριότερο, προβλέπεται πλέον αστυνόμευση για το αν οι κανόνες
αυτοί εφαρμόζονται ή όχι.
«Κατά το
παρελθόν, η GΑΤΤ δεν ήταν διεθνής οργανισμός (δηλ. αυτόνομη νομική
οντότητα), αλλά διακυβερνητικό σύμφωνο. Γι’ αυτό δεν είχε ‘κράτη μέλη’,
αλλά ‘συμβαλλόμενα μέρη’. .. Ο ΠΟΕ είναι διεθνής οργανισμός για την
επίβλεψη της εφαρμογής πολυμερών συμφωνιών που αφορούν το εμπόριο αγαθών
(GΑΤΤ), το εμπόριο υπηρεσιών (GΑΤS) και τις εμπορικές πτυχές των
δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας» (ΗΚ, σ. 2).
Αν μια
χώρα-μέλος παραβιάσει κανονισμό του ΠΟΕ, ξεκινά διαδικασία για την
επιβολή του και η συναίνεση πλέον απαιτείται όχι για την υλοποίηση των
κυρώσεων, αλλά για την αποτροπή της. Αν μια χώρα του τρίτου κόσμου
επιδιώκει εξαίρεση για να προστατεύσει τις βιομηχανίες ή τους αγρότες
της από τον ανταγωνισμό των πιο προηγμένων τεχνολογικά βόρειων χωρών,
αντιμετωπίζει συντονισμένες εμπορικές κυρώσεις από όλα τα μέλη του ΠΟΕ.
η αναδιάρθρωση της παγκόσμιας αγοράς
Αυτό που
καθιστά αποτελεσματικές τις απειλές αυτές είναι η συστηματική επέκταση
της GΑΤΤ και του ΠΟΕ, αποκορύφωμα της οποίας υπήρξε η επανενοποίηση της
παγκόσμιας οικονομίας — που προηγουμένως ήταν κομμένη στα δυο λόγω της
έκβασης της ρωσικής επανάστασης, δύο παγκόσμιων πολέμων και της
κινέζικης επανάστασης.
Η GΑΤΤ ήταν
μειοψηφική λέσχη. 23 μόνο κράτη την είχαν υπογράψει. Η ισορροπία
δυνάμεων ήταν τόσο αδύναμη ώστε αποδείχθηκε αδύνατη η ίδρυση του
διεθνούς οργανισμού εμπορίου (ΔΕΕ) τον οποίο προέβλεπαν οι συμφωνίες του
Μπρέτον Γουντς. Κατά τον διαπραγματευτικό «Γύρο του Ανεσύ» του 1949
συμμετείχαν μόλις 11 χώρες. Η Κίνα αποσύρθηκε το 1950 και η κυβέρνηση
των ΗΠΑ, η οποία στο Μεσοπόλεμο είχε τηρήσει άτεγκτη προστατευτική
στάση, εγκατέλειψε την προσπάθεια να εξασφαλίσει την κύρωση του ΔΕΕ από
το Κογκρέσο. Η αρχική συμφωνία του 1947 εξασφάλισε 21% μείωση των δασμών
των ΗΠΑ, αλλά οι επόμενοι τρεις γύροι επέφεραν περαιτέρω μείωση κατά
8,4% μόνο.
Ο όρος
«ελεύθερο εμπόριο» δεν είχε ποτέ εμφανιστεί στην επίσημη ημερήσια
διάταξη της GΑΤΤ. Το προοίμιο της GΑΤΤ του 1947 απευθύνει έκκληση για
«άνοδο του επιπέδου ζωής, εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης και σταθερή
αύξηση του όγκου του πραγματικού εισοδήματος και της πραγματικής
ζήτησης, πλήρη χρήση των παγκόσμιων πόρων και επέκταση της παραγωγής και
της ανταλλαγής αγαθών». Ο κύριος μηχανισμός στόχο είχε τη μείωση των
δασμών και την κατάργηση των περιπτώσεων διακριτικής μεταχείρισης.
Μέχρι το
1967 (οπότε προσχώρησε η Πολωνία), δεν είχε μετάσχει καμία χώρα με
σχεδιασμένη οικονομία, ενώ οι χώρες του τρίτου κόσμου είχαν πετύχει να
εξουδετερώσουν ή να ματαιώσουν την εφαρμογή των εμπορικών συμφωνιών της
GΑΤΤ που έβλαπταν τα συμφέροντά τους, μέσω του Κινήματος των Αδεσμεύτων
και της σύγκλησης της UNCTAD (Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το
Εμπόριο και την Ανάπτυξη), η οποία συστάθηκε για να πιέσει ώστε να
ληφθούν μέτρα υπέρ των αναπτυσσόμενων χωρών. Ο «γύρος Κένεντι» του 1963
περιλάμβανε 74 χώρες και διήρκεσε τέσσερα χρόνια. Η πρακτική επιλεκτικής
εφαρμογής των κανονισμών της GΑΤΤ ήταν τόσο διαδεδομένη, ώστε της
δόθηκε το προσωνύμιο «GΑΤΤ ΰ la carte». O «γύρος του Τόκιο» του 1973
περιλάμβανε 99 χώρες αλλά διήρκεσε έξι χρόνια και υποχρεώθηκε να
νομιμοποιήσει την προτιμησιακή δασμολογική και μη δασμολογική
μεταχείριση υπέρ των αναπτυσσόμενων χωρών.
Έτσι,
μολονότι οι αναπτυσσόμενες χώρες μπήκαν στην τροχιά της GΑΤΤ, η πρόσβασή
τους σε ένα χωριστό οικονομικό σύστημα — στην ΕΣΣΔ και στις χώρες του
Συμφώνου της Βαρσοβίας — τους παρείχε σημαντικό βαθμό αυτονομίας.
Μολονότι η παγκόσμια αγορά τις κυβερνούσε (και τις οδηγούσε στη
φτώχεια), μπορούσαν να προβάλουν βέτο σε πολλές προτάσεις του
ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, επιβάλλοντας επιλεκτικούς ελέγχους επί του
εμπορίου για την προστασία των εγχώριων παραγωγών. Και αυτό διότι,
διαφορετικά, μπορούσαν πάντα να καταφύγουν (ή να απειλήσουν ότι θα
καταφύγουν) στο εμπόριο με τον σοβιετικό ή με τον κινέζικο συνασπισμό.
Οι χώρες του «τρίτου κόσμου» — όρος που επινόησε ο Μάο Τσετούγκ —
μετείχαν στις εμπορικές διαπραγματεύσεις, αλλά ενεργούσαν συλλογικά για
να μπλοκάρουν με βέτο ή να αποδυναμώσουν τα μέτρα που τυχόν έθιγαν τους
εγχώριους παραγωγούς τους, αντισταθμίζοντας έτσι –χωρίς πάντως να
ακυρώνουν– τις επιπτώσεις της παγκόσμιας αγοράς στην εγχώρια συσσώρευση.
Κατά το
τέλος του γύρου της Ουρουγουάης, που άρχισε το 1986 και τελείωσε μετά
από οκτώ εξαντλητικά χρόνια, το σκηνικό είχε ολοκληρωτικά αλλάξει. Τώρα
υπήρχαν 128 χώρες μέλη, μεταξύ των οποίων οι περισσότερες πρώην
Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Η πρώην ΕΣΣΔ δεν αποτελούσε πλέον
αποτελεσματική εναλλακτική λύση για την εισαγωγή ή την εξαγωγή
προϊόντων. Η επιθετική πολιτική των ΗΠΑ, βασισμένη στο στοιχείο της
απειλής, η κρίση του χρέους και η δρακόντεια επέμβαση του ΔΝΤ με
προγράμματα δομικής προσαρμογής προσανατολισμένα προς τις εξαγωγές,
προκάλεσαν τη «νεοκλασική αντεπανάσταση» (Todaro 1994, σ. 85). Οι
κεϋνσιανοί έχασαν τις θέσεις τους σε όλους τους σημαντικούς
χρηματιστικούς οργανισμούς, ενώ σύμβουλοι και πολιτικά καθεστώτα που
ασπάζονταν το φιλελευθερισμό ήρθαν στο προσκήνιο στα οικονομικά της
ανάπτυξης και στις ίδιες τις χώρες του τρίτου κόσμου [3] . Τη θέση της
αντίστασης πήρε η παράδοση. η νέα τάξη είχε φτάσει.
Υπό την κυριαρχία της απόκλισης
Το
βασικότερο σημείο που πρέπει να κατανοήσει κανείς είναι ότι το ελεύθερο
εμπόριο παράγει ανισότητα. Το νεοκλασικό δόγμα της «σύγκλισης», για το
οποίο ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός θα ήταν «ηλιθιότητα», διαψεύδεται
από όλα τα υπάρχοντα στοιχεία.
Αφού
χαρακτηρίσει 120 χρόνια παγκόσμιας αγοράς ως «κυριαρχία της απόκλισης», ο
οικονομολόγος Lans Pritchett (1997, σ. 12), ανώτατος υπάλληλος στην
Παγκόσμια Τράπεζα, προχωρά και εξετάζει την πιο πρόσφατη φάση της:
«Από το 1980
ως το 1994, ο μέσος ρυθμός αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 1,5 τοις
εκατό στις ανεπτυγμένες χώρες και 0,34 τοις εκατό στις λιγότερο
ανεπτυγμένες χώρες. Στις περισσότερες φτωχές χώρες δεν υπήρξε επιτάχυνση
της ανάπτυξης, είτε απόλυτη είτε σχετική, και δεν υπάρχει καμία εμφανής
αντιστροφή προς τη σύγκλιση (…) Τα ευρήματα αυτά, εάν συνδυαστούν,
οδηγούν στη σκέψη ότι σχεδόν τίποτε απ’ όσα ισχύουν για τους ρυθμούς
ανάπτυξης των ανεπτυγμένων χωρών δεν ισχύει και για τις αναπτυσσόμενες,
είτε μία προς μία είτε ως προς τους μέσους όρους» (Pritchett 1997, σ.
14).
Είναι βολικό
να ανακαλύπτει κανείς τα σφάλματα της πολιτικής της Παγκόσμιας
Τράπεζας, τη στιγμή που υπάρχει ο ΠΟΕ για να εφαρμόζει την πολιτική αυτή
με απειλές και εκβιασμούς. δεν έχει πλέον σημασία αν τα δυστυχή θύματα
πιστεύουν σε αυτήν ή όχι. Όπως οι ιεραπόστολοι του δέκατου ένατου αιώνα,
οι οικονομολόγοι έκαναν τη δουλειά τους. τώρα αναλαμβάνει ο στρατός.
Οι
τεχνολογικές μεταβολές υπό κεφαλαιοκρατικές συνθήκες παρέχουν στους
προωθημένους βιομηχανικούς παραγωγούς, οι οποίοι πωλούν στην ίδια αγορά
με τον καθυστερημένο παραγωγό, ένα πρόσθετο κέρδος, με άλλα λόγια ένα
«υπερ-κέρδος». Εάν λάβουμε ως δεδομένη μια ελεύθερη αγορά αγαθών και
κεφαλαίου, το τελευταίο συσσωρεύεται στις ανεπτυγμένες χώρες, ιδίως αν
το κράτος ενεργεί ως εγγυητής της μεταφοράς κεφαλαίου. Αυτό τους
εξασφαλίζει νέους πόρους ώστε να επαυξήσουν την τεχνολογική τους υπεροχή
και να διευρύνουν το χάσμα. Η διαδικασία αυτή δεν έχει τέλος στον
καπιταλισμό. Η διαδικασία συσσώρευσης και τεχνολογικής μεταβολής
κυριολεκτικά ρουφά το αίμα των φτωχών χωρών.
Σε αυτό το
πλαίσιο πρόκειται να εφαρμοστεί η συμφωνία TRIPS (για τα δικαιώματα
πνευματικής ιδιοκτησίας). Η παγκόσμια αγορά της γνώσης είναι ένα μείζον
και βαθιά αντιδημοκρατικό νέο στάδιο στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Ο
μετασχηματισμός της γνώσης σε ιδιοκτησία συνδέεται αναγκαία με
μυστικότητα: η κοινή γνώση δεν είναι πλέον ιδιωτική. Σε αυτό το
καινούριο και δυσοίωνο στάδιο, η ίδια η επικοινωνία παραβιάζει
ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Ο ΠΟΕ μετατρέπει κάτι που προηγουμένως ήταν
συνολικό κτήμα της ανθρωπότητας — την συλλογικά, ιστορικά και ελεύθερα
ανεπτυγμένη γνώση του εαυτού της και της φύσης — σε ιδιωτική και
εμπορεύσιμη δύναμη παραγωγής.
Πέραν του
ότι συμβάλλει στη δημιουργία περιουσιών με βάση την υψηλή τεχνολογία, το
λογισμικό και τη γενετική μηχανική, η νέα αυτή κατηγορία μετασχηματίζει
συνολικά και το χαρακτήρα της γεωργίας. Οι αγρότες-μικροπαραγωγοί σε
όλο τον κόσμο υποχρεώνονται ουσιαστικά να εγκαταλείψουν τη φυσική
παραγωγή με βάση τους δικούς τους σπόρους και να αγοράζουν γενετικά
επεξεργασμένους σπόρους σε υπερτιμημένες τιμές. Αυτό έχει ως συνέπεια,
ούτε λίγο ούτε πολύ, το τέλος της αυτάρκειας της παγκόσμιας αγροτικής
παραγωγής.
Ο ΠΟΕ ως θεσμοποιημένος χωροφύλακας
Η δεύτερη
συνέπεια είναι ότι η εκ νέου καθιέρωση μιας παγκόσμιας αγοράς είναι,
απλούστατα, η πιο σίγουρη εγγύηση για το ασυγκράτητο κατρακύλισμα της
μεγάλης μάζας των λαών του κόσμου προς την πείνα και τη φτώχεια. Η μόνη
διαφυγή για οποιαδήποτε χώρα εκτός του ολιγομελούς ηγετικού ομίλου είναι
να αυτοεξαιρεθεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από τη γενική λειτουργία
της αγοράς. Αυτό εξηγεί γιατί η παλιά GΑΤΤ δεν ήταν δυνατό να αποτελεί
όργανο επιβολής και γιατί ο νέος ΠΟΕ οφείλει να αποτελεί όργανο
επιβολής.
Ο ΠΟΕ είναι
τώρα το «τρίτο χέρι» του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι οποίοι
δουλεύουν συντονισμένα ώστε να επιβάλουν ένα πλήρες θεσμικό πλαίσιο
πολιτικής σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι τράπεζες επιβάλλουν το άνοιγμα των
αγορών και την ελευθερία του εμπορίου ως όρο για την παροχή πίστωσης και
την ελάφρυνση των χρεών. Με τον όρο όμως «ελευθερία του εμπορίου»
νοείται ένα καθορισμένο θεσμικό καθεστώς που αναιρεί την οικονομική
κυριαρχία των μικρότερων κρατών. Το καθεστώς αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο
πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα και ελευθερία κίνησης για το κεφάλαιο,
αλλά επεκτείνεται στους φόρους, τις επιδοτήσεις και γενικά σε
οποιοδήποτε μέτρο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «αθέμιτος ανταγωνισμός»
— δηλαδή οποιοδήποτε στοιχείο κρατικής δράσης.
Το αρχικό
πλαίσιο λειτουργίας της GΑΤΤ στόχο είχε να αποσοβήσει την επανάληψη της
μεσοπολεμικής διαίρεσης σε εχθρικούς εμπορικούς συνασπισμούς και απέδιδε
προτεραιότητα στις αρχές της «αποφυγής των διακρίσεων» και της
«αμοιβαιότητας». Η πρώτη δηλώνει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να επεκτείνουν
σε όλα τα άλλα κράτη τις παραχωρήσεις που κάνουν προς εκείνα που
αναγνωρίζουν ως «πλέον ευνοούμενα κράτη». Η δεύτερη δηλώνει ότι, κατά
μία έννοια (η οποία συνήθως δεν ορίζεται σαφώς), θα πρέπει να υπάρχει
κάποια ισότητα στις απώλειες, πράγμα που σημαίνει ότι η εξάλειψη των
φραγμών στο εμπόριο αφορά και τις δύο πλευρές. Οι αρχές αυτές θα
μπορούσαν να ισχύσουν σε μια ολιγομελή λέσχη, όπου θα επεξέτειναν
διμερείς ουσιαστικά συμφωνίες σε έναν ευρύτερο κύκλο. Αλλά σε κάθε
ευρύτερη μείωση, οι απώλειες και τα κέρδη δεν είναι δυνατό να είναι τα
ίδια για όλους τους εταίρους. κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι χάνουν.
Αυτός είναι ο λόγος που η GΑΤΤ λειτούργησε όπως λειτούργησε: ως ένα
φόρουμ διαπραγματεύσεων, το οποίο λάμβανε αποφάσεις που ήταν εύκολο να
αγνοηθούν ή να παρακαμφθούν.
Με τις
αρμοδιότητες επιβολής και τις δασμολογικές μειώσεις «βάσει κανόνων»,
γίνεται αδύνατο να κερδίζουν όλα τα μέρη. Γι’ αυτό, όλοι επιζητούν
εξαιρέσεις από τους κανόνες. Πρόκειται για την προσφυγή στη νομοθεσία
αντι-ντάμπιγκ, σε συνδυασμό με τη διάταξη της GΑΤΤ που εξαιρεί τους
«εμπορικούς συνασπισμούς» από τις περισσότερες ρυθμίσεις της GΑΤΤ.
Αντίθετα, οι χώρες του τρίτου κόσμου και εκείνες που βρίσκονται σε
μετάβαση έχουν χάσει όλες σχεδόν τις δυνατότητες εξαίρεσης στις οποίες
μπορούσαν προηγουμένως να καταφύγουν. Επιπλέον, η εφαρμογή της
αμοιβαιότητας είναι από τη φύση της ασύμμετρη μεταξύ μεγάλων και
«μικρών» χωρών. Όπου ο όρος «μικρές», ας μην το ξεχνάμε, πρέπει να
μεταφράζεται στη γλώσσα του χρήματος — για την οποία το μέγεθος της
Ινδίας είναι το ένα πέμπτο εκείνου των ΗΠΑ. Όπως σημειώνουν οι ΗΚ (σ.
163): «κατά βάση, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι μικρές οικονομίες
(δηλ. οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες) έχουν λίγα να κομίσουν στο
τραπέζι των διαπραγματεύσεων».
Αυτό είναι
το φόντο, προ του οποίου δύο επιπλέον αρχές του ΠΟΕ αναδεικνύονται ως
κυρίαρχες: η «απαγόρευση του αθέμιτου ανταγωνισμού» και η «πρόσβαση στην
αγορά».
Σύμφωνα με
την πρώτη, οποιαδήποτε παραγωγή εκτός της αγοράς — αλλά και, γενικά,
οποιοδήποτε στοιχείο επιδότησης — με κάποια δυνατότητα εξαγωγής
κηρύσσεται αμέσως παραβίαση των αρχών του ΠΟΕ.
Αλλά από την
άποψη της θεσμικής τους εφαρμογής, οι επιπτώσεις του κανόνα της
«πρόσβασης στην αγορά» πηγαίνουν ακόμα μακρύτερα, λόγω του ρόλου που
παίζουν οι υπηρεσίες, οι οποίες χαρακτηρίζουν το νέο στάδιο εξαγωγών
κεφαλαίου. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το 50% των άμεσων ξένων επενδύσεων
αφορά πλέον τις υπηρεσίες.
Οι
περισσότερες δραστηριότητες στον τομέα των υπηρεσιών μόνο τοπικά μπορούν
να αναπτυχθούν. έτσι, οι πάροχοι υπηρεσιών, προκειμένου να φθάσουν στις
ξένες αγορές, πρέπει να εγκατασταθούν στην αντίστοιχη χώρα. Μετά από
επιμονή των ΗΠΑ, ο ΠΟΕ προβλέπει πλέον ότι οι υπηρεσίες που παρέχει μια
θυγατρική αλλοδαπής ιδιοκτησίας συνιστούν εξαγωγές και πρέπει να είναι
ικανές να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις με τους εγχώριους παραγωγούς. Η
αρχή αυτή, αν γενικευθεί, θα σημάνει ότι, για παράδειγμα, μια
αμερικανική εταιρία υγείας που λειτουργεί στο Ηνωμένο Βασίλειο θα
μπορεί, βάσει των κανόνων της GΑΤΤ, να στραφεί δικαστικά κατά του ΝHS
[του αγγλικού Εθνικού Συστήματος Υγείας — σ.τ.μ.] για αθέμιτο
ανταγωνισμό.
Η θέση αυτή
δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί. Η G-10, η ομάδα των μεγαλύτερων
αναπτυσσόμενων χωρών, αντιτάχθηκε σθεναρά στην υιοθέτησή της, με την
υποστήριξη της UNCTAD. Η τελευταία μάλιστα υπέβαλε πρόταση, κατά την
οποία εξαγωγή υπηρεσιών θα θεωρείται ότι συντρέχει μόνο όταν το
μεγαλύτερο μέρος της προστιθέμενης αξίας παράγεται από άτομα που
διαμένουν εκτός της χώρας. πρόκειται για ένα κριτήριο βασισμένο στην
εργασία, ή μάλλον στον ανθρώπινο παράγοντα. Εμπεριέχει την απλή αρχή ότι
οι κάτοικοι μιας χώρας θα πρέπει να καθορίζουν τι συμβαίνει στην
οικονομία της χώρας αυτής. Η πρόταση των ΗΠΑ, μια αρχή που βασίζεται
στην ιδιοκτησία, συνεπάγεται ότι το οικονομικό δικαίωμα του ιδιοκτήτη
υπερισχύει των πολιτικών δικαιωμάτων του λαού.
Σε μια
διάλεξή του το 1990, ο Martin Khor Kok Peng υποστήριζε ότι «ο γύρος [της
Ουρουγουάης] είναι μια προσπάθεια των πολυεθνικών εταιριών να θεσπίσουν
διατάξεις διεθνούς δικαίου που θα τους εξασφαλίζουν πρωτοφανούς έκτασης
ελευθερίες και δικαιώματα, ώστε να δρουν κατά βούληση και χωρίς το φόβο
νέων ανταγωνιστών σχεδόν πουθενά στον κόσμο». To 1994 η πρόβλεψη αυτή
είχε επιβεβαιωθεί.
Βιβλιογραφία:
Bhagwati,
J.1993. «Aggressive Unilateralism: an Overview», in Bhagwati, J. and
Hugh P. (eds.) 1993. Aggressive Unilateralism. Ann Arbor: University of
Michigan Press. Αναδημοσιεύθηκε σε: King, Philip. 1995. International
Economics and International Economic Policy. New York and London:
McGraw-Hill.
Chossudovsky,
M. 1997. The Globalization of Poverty, Impacts of IMF and World Bank
Reforms. Penang: Third World Network, and London: Zed Books.
Elgan, Mike. 1997. «Justice Department: Hands Off Microsoft!», WindowsMagazine. Manhasset, NY: CMP Press.
Freeman, Alan. 1997. «The Poverty of Nations». In LINKS, June.
Hoekman, B. and M. Kostecki. 1995. The Political Economy of the World Trading System: from GATT to WTO. Oxford: OUP.
Institute for Policy Studies. 1997. The Top 200: The Rise of Global Corporate Power. New York.
Maskus,
Keith E. 1993. «Intellectual Property Rights and the Uruguay round».
Federal Bank of Kansas City Economic Review, first Quarter 1993, σσ.
11-23. Αναδημοσιεύθηκε σε: King, Philip. 1995. <Π
Mihevic, J. 1995. The Market Tells them So. London: Zed.
Payer, Cheryl. 1982. World Bank: A Critical Analysis. New York: Monthly Review Press.
Pritchett, Lance. 1997. «Divergence, Big Time». Journal of Economic Perspectives Summer, σσ. 3-17.
Todaro, M.P. 1994. Economic Development. New York – London.
World Development Indicators. 1995. Washington: World Bank.
Yearbook of International Trade Statistics. United Nations.
[1] Το άρθρο παραχωρήθηκε στις Θέσειςαπό το συγγραφέα του. [Author’s e-mail web-page: www.greenwich.ac.uk/~fa03]
[2] Hoekman and Kostecki. 1995. Στο εξής παρατίθεται ως (ΗΚ).
[3] Η Cheryl
Payer (1982) αναφέρει ισχυρές ενδείξεις για το γεγονός ότι η Παγκόσμια
Τράπεζα διεξήγαγε συστηματική εκστρατεία για να καταστήσει αφερέγγυα τα
οικονομικά της ανάπτυξης και να προωθήσει τη νέα γενιά οικονομολόγων
φιλελεύθερης κατεύθυνσης, όπως τον Bhagwati.
Τεύχος 65, περίοδος: Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1998
Πηγή: theseis.com
http://monaxeros.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου