Tο Ντιτρόιτ δεν είναι θύμα της «αόρατης χειρός» του Ανταμ
Σμιθ, αλλά της απολύτως ορατής σιδηρογροθιάς της Σχολής του Σικάγου και
της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για το «δόγμα του σοκ», που στηρίζεται
ακριβώς στη συστηματική απαξίωση του κόσμου της εργασίας και στη διάλυση
της μεσαίας τάξης
Του Γιώργου Τσιάρα
Τόνοι μελανιού, αλλά και –συχνά κροκοδείλιων– δακρύων χύθηκαν τις τελευταίες μέρες για την επίσημη χρεοκοπία του Ντιτρόιτ, της θρυλικής εργατούπολης των ΗΠΑ που μετατράπηκε σε πόλη-φάντασμα, όταν εγκαταλείφθηκε από τα μεγάλα εργοστάσια, και τώρα «βαράει κανόνι», με τρομακτικές συνέπειες για τους εναπομείναντες κατοίκους του.
Για τους περισσότερους αναλυτές, βέβαια, η εξέλιξη αυτή είναι περίπου «φυσιολογική»: έπειτα από δεκαετίες μεγάλης ακμής, όταν αποτέλεσε τη φυσική έδρα της αμερικανικής βαριάς βιομηχανίας, αλλά και το λίκνο μιας νέας, καλοπληρωμένης και πολιτικά ισχυρής μεσαίας τάξης, το Ντιτρόιτ «πληρώνει» σήμερα τη νομοτελειακή παρακμή του κλάδου του αυτοκινήτου, υποτασσόμενο στις αόρατες, αλλά πανίσχυρες «δυνάμεις της αγοράς», που σε συνδυασμό με τον μακροχρόνιο δανεισμό και την κακοδιαχείριση οδήγησαν αναπόδραστα στην πτώχευση του. Ακόμη και προοδευτικοί αναλυτές, όπως ο Πολ Κρούγκμαν, ακολουθούν στα πρόσφατα κείμενά τους αυτή την απλουστευτική, «δαρβινική» λογική.
Στην πραγματικότητα, όμως, το Ντιτρόιτ δεν είναι θύμα της «αόρατης χειρός» του Ανταμ Σμιθ, αλλά της απολύτως ορατής σιδηρογροθιάς της Σχολής του Σικάγου και της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για το «δόγμα του σοκ», που στηρίζεται ακριβώς στη συστηματική απαξίωση του κόσμου της εργασίας και στη διάλυση της μεσαίας τάξης, προς όφελος μιας ολοένα και πιο άπληστης εργοδοτικής ελίτ.
Αλλαγή έδρας
Γιατί, φυσικά, τα κολοσσιαία εργοστάσια των «Big Three» αυτοκινητοβιομηχανιών του Ντιτρόιτ δεν «έκλεισαν», αλλά μεταφέρθηκαν, ολόκληρα ή κομμάτι-κομμάτι, σε χώρες μακρινές, όπως η Κίνα, προκειμένου οι μέτοχοί τους να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.
Οσο για τη χρεοκοπία του Ντιτρόιτ, δεν είναι σε καμία περίπτωση «φυσιολογική», ούτε αναπόφευκτη: αντιθέτως, όλα δείχνουν πως πρόκειται για ένα προσεκτικά μελετημένο πείραμα καταστροφής του δημόσιου πλούτου της πόλης και των κατοίκων της, για τη δημιουργία όχι απλά αντεργατικών, αλλά και αντιδημοκρατικών τετελεσμένων, που σύντομα θα εφαρμοστεί σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα εντός και εκτός Αμερικής. Ενα πείραμα που, δυστυχώς, φέρει την «υπογραφή» του Δημοκρατικού Κόμματος και προσωπικά του πρώτου μαύρου προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα.
Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι η περίπτωση του Ντιτρόιτ θυμίζει έντονα την περίπτωση της Ελλάδας, αφού στην ουσία αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι παρά μια χρεοκοπία από την ανάποδη: αντί δηλαδή για την κλασική στάση πληρωμών «προς τα έξω», σήμερα βλέπουμε μια στάση πληρωμών «προς τα μέσα», όπου προκειμένου να αποπληρωθούν σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό οι δανειστές, ξεπουλιέται και χαρίζεται στις τράπεζες και τους ιδιώτες η δημόσια περιουσία μιας μεγαλούπολης ή ακόμη και ενός ολόκληρου λαού!
Ολα για τις τράπεζες
Για τους γνωρίζοντες, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ο Κέβιν Ορ, ο διορισμένος «αναγκαστικός διαχειριστής» της πόλης που κατέθεσε την αίτηση χρεοκοπίας, είναι ένας επαγγελματίας δικηγόρος που χειρίζεται εδώ και χρόνια εταιρικές χρεοκοπίες για λογαριασμό των μεγάλων τραπεζών της Γουόλ Στριτ. Από την πρώτη μέρα που ανέλαβε τις τύχες του δήμου, ο Ορ ξεκαθάρισε πως μοναδικός του στόχος –πέρα από το ξεπούλημα αντί πινακίου φακής των διαφόρων «φιλέτων» σε ιδιωτικές επιχειρήσεις– ήταν η παράκαμψη των συνταξιοδοτικών και άλλων δικαιωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων, και ιδιαίτερα η «σφαγή» των ασφαλιστικών ταμείων τους, προκειμένου να αποπληρωθούν τα χρέη στις τράπεζες και τους ιδιώτες πιστωτές. Μια παράκαμψη που φυσικά δεν αφορά μόνο τους υπαλλήλους του Ντιτρόιτ, αλλά «ακουμπά» σχεδόν είκοσι εκατομμύρια ομοσπονδιακούς, πολιτειακούς και τοπικούς δημοσίους υπαλλήλους ολόκληρης της Αμερικής.
Οι τρεις μεγάλες τράπεζες που δάνεισαν 18 δισ. δολάρια στο Ντιτρόιτ (UBS, Merrill Lynch, Bank of America) επέβαλαν από την αρχή τους όρους τους: υπό τις εντολές τους, ο ειδικός διαχειριστής κήρυξε ουσιαστικά στάση πληρωμών στα ασφαλιστικά ταμεία, ζητώντας τους να αποδεχτούν να «κουρέψουν» κατά 90% τα αποθεματικά τους, και άρα τις συντάξεις που δίνουν στους ασφαλισμένους τους.
Αντίθετα, οι τράπεζες –που φυσικά φέρουν ευθύνη για τον υπερδανεισμό των τελευταίων χρόνων- θα «κουρευτούν» πολύ πιο απαλά, χάνοντας μόλις 25 σεντς ανά δολάριο. Οι εκπρόσωποι των Ταμείων είχαν αρνηθεί φυσικά τον ληστρικό αυτό «διακανονισμό», θεωρώντας βέβαια ότι οι συντάξεις προστατεύονται από το σύνταγμα της Πολιτείας του Μίσιγκαν: τώρα όμως, μετά την επίσημη χρεοκοπία, το κούρεμά τους επιβάλλεται άνωθεν, με τη σφραγίδα του αρμόδιου ομοσπονδιακού δικαστηρίου! Δημιουργώντας δικαστικό προηγούμενο και για τα Ταμεία άλλων δήμων που έως τώρα προστατεύονται συνταγματικά σε Πολιτείες όπως η Νέα Υόρκη και το Ιλινόις.
Συντάξεις
Το θέμα των συντάξεων είναι εξαιρετικά σοβαρό, αφού σχεδόν το 78% των δημοσίων υπαλλήλων στις ΗΠΑ (ανάμεσά τους πυροσβέστες, δάσκαλοι, γιατροί και νοσοκόμοι, αστυνομικοί κ.ά.) περιμένουν να πάρουν σύνταξη από τα Ταμεία τους με βάση τις εργοδοτικές εισφορές από το κράτος, την πολιτεία ή τον δήμο –σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα, όπου χάρη σε 30 χρόνια νεοφιλελεύθερων «Reaganomics», μόλις το 18% των υπαλλήλων στηρίζονται πλέον για τις συντάξεις τους στον εκάστοτε εργοδότη, με τους υπόλοιπους ουσιαστικά να αυτασφαλίζονται από την τσέπη τους. Τα ποσά που διακυβεύονται είναι τεράστια: το κράτος χρωστά συνολικά στα Ταμεία 1,4 τρισ. δολάρια!
Για να πάρουν σύνταξη, βέβαια, έστω και κουτσουρεμένη, οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει να μην… απολυθούν: πράγμα δύσκολο, αφού ο Ορ δείχνει αποφασισμένος να συνεχίσει την πολιτική μαζικών περικοπών που ξεκίνησε ο δήμαρχος της πόλης ήδη από το 2009, διώχνοντας στο διάστημα αυτό πάνω από το 20% του δημοτικού δυναμικού και πετσοκόβοντας τις αποδοχές των υπολοίπων. Οσο για το μαζικό ξεπούλημα των τελευταίων «ασημικών» του δήμου, που προωθεί ο Ορ, τα έχουμε ξαναγράψει και παλιότερα: το δίκτυο υδροδότησης, η συλλογή και διαχείριση των σκουπιδιών, τα πάρκα, ακόμη και τα έργα τέχνης στο μουσείο της πόλης(!) βγαίνουν ή πρόκειται να βγουν με συνοπτικές διαδικασίες «στο σφυρί», προκειμένου να ξεπληρωθούν τα χρέη!
Του Γιώργου Τσιάρα
Τόνοι μελανιού, αλλά και –συχνά κροκοδείλιων– δακρύων χύθηκαν τις τελευταίες μέρες για την επίσημη χρεοκοπία του Ντιτρόιτ, της θρυλικής εργατούπολης των ΗΠΑ που μετατράπηκε σε πόλη-φάντασμα, όταν εγκαταλείφθηκε από τα μεγάλα εργοστάσια, και τώρα «βαράει κανόνι», με τρομακτικές συνέπειες για τους εναπομείναντες κατοίκους του.
Για τους περισσότερους αναλυτές, βέβαια, η εξέλιξη αυτή είναι περίπου «φυσιολογική»: έπειτα από δεκαετίες μεγάλης ακμής, όταν αποτέλεσε τη φυσική έδρα της αμερικανικής βαριάς βιομηχανίας, αλλά και το λίκνο μιας νέας, καλοπληρωμένης και πολιτικά ισχυρής μεσαίας τάξης, το Ντιτρόιτ «πληρώνει» σήμερα τη νομοτελειακή παρακμή του κλάδου του αυτοκινήτου, υποτασσόμενο στις αόρατες, αλλά πανίσχυρες «δυνάμεις της αγοράς», που σε συνδυασμό με τον μακροχρόνιο δανεισμό και την κακοδιαχείριση οδήγησαν αναπόδραστα στην πτώχευση του. Ακόμη και προοδευτικοί αναλυτές, όπως ο Πολ Κρούγκμαν, ακολουθούν στα πρόσφατα κείμενά τους αυτή την απλουστευτική, «δαρβινική» λογική.
Στην πραγματικότητα, όμως, το Ντιτρόιτ δεν είναι θύμα της «αόρατης χειρός» του Ανταμ Σμιθ, αλλά της απολύτως ορατής σιδηρογροθιάς της Σχολής του Σικάγου και της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για το «δόγμα του σοκ», που στηρίζεται ακριβώς στη συστηματική απαξίωση του κόσμου της εργασίας και στη διάλυση της μεσαίας τάξης, προς όφελος μιας ολοένα και πιο άπληστης εργοδοτικής ελίτ.
Αλλαγή έδρας
Γιατί, φυσικά, τα κολοσσιαία εργοστάσια των «Big Three» αυτοκινητοβιομηχανιών του Ντιτρόιτ δεν «έκλεισαν», αλλά μεταφέρθηκαν, ολόκληρα ή κομμάτι-κομμάτι, σε χώρες μακρινές, όπως η Κίνα, προκειμένου οι μέτοχοί τους να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.
Οσο για τη χρεοκοπία του Ντιτρόιτ, δεν είναι σε καμία περίπτωση «φυσιολογική», ούτε αναπόφευκτη: αντιθέτως, όλα δείχνουν πως πρόκειται για ένα προσεκτικά μελετημένο πείραμα καταστροφής του δημόσιου πλούτου της πόλης και των κατοίκων της, για τη δημιουργία όχι απλά αντεργατικών, αλλά και αντιδημοκρατικών τετελεσμένων, που σύντομα θα εφαρμοστεί σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα εντός και εκτός Αμερικής. Ενα πείραμα που, δυστυχώς, φέρει την «υπογραφή» του Δημοκρατικού Κόμματος και προσωπικά του πρώτου μαύρου προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα.
Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι η περίπτωση του Ντιτρόιτ θυμίζει έντονα την περίπτωση της Ελλάδας, αφού στην ουσία αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι παρά μια χρεοκοπία από την ανάποδη: αντί δηλαδή για την κλασική στάση πληρωμών «προς τα έξω», σήμερα βλέπουμε μια στάση πληρωμών «προς τα μέσα», όπου προκειμένου να αποπληρωθούν σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό οι δανειστές, ξεπουλιέται και χαρίζεται στις τράπεζες και τους ιδιώτες η δημόσια περιουσία μιας μεγαλούπολης ή ακόμη και ενός ολόκληρου λαού!
Ολα για τις τράπεζες
Για τους γνωρίζοντες, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ο Κέβιν Ορ, ο διορισμένος «αναγκαστικός διαχειριστής» της πόλης που κατέθεσε την αίτηση χρεοκοπίας, είναι ένας επαγγελματίας δικηγόρος που χειρίζεται εδώ και χρόνια εταιρικές χρεοκοπίες για λογαριασμό των μεγάλων τραπεζών της Γουόλ Στριτ. Από την πρώτη μέρα που ανέλαβε τις τύχες του δήμου, ο Ορ ξεκαθάρισε πως μοναδικός του στόχος –πέρα από το ξεπούλημα αντί πινακίου φακής των διαφόρων «φιλέτων» σε ιδιωτικές επιχειρήσεις– ήταν η παράκαμψη των συνταξιοδοτικών και άλλων δικαιωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων, και ιδιαίτερα η «σφαγή» των ασφαλιστικών ταμείων τους, προκειμένου να αποπληρωθούν τα χρέη στις τράπεζες και τους ιδιώτες πιστωτές. Μια παράκαμψη που φυσικά δεν αφορά μόνο τους υπαλλήλους του Ντιτρόιτ, αλλά «ακουμπά» σχεδόν είκοσι εκατομμύρια ομοσπονδιακούς, πολιτειακούς και τοπικούς δημοσίους υπαλλήλους ολόκληρης της Αμερικής.
Οι τρεις μεγάλες τράπεζες που δάνεισαν 18 δισ. δολάρια στο Ντιτρόιτ (UBS, Merrill Lynch, Bank of America) επέβαλαν από την αρχή τους όρους τους: υπό τις εντολές τους, ο ειδικός διαχειριστής κήρυξε ουσιαστικά στάση πληρωμών στα ασφαλιστικά ταμεία, ζητώντας τους να αποδεχτούν να «κουρέψουν» κατά 90% τα αποθεματικά τους, και άρα τις συντάξεις που δίνουν στους ασφαλισμένους τους.
Αντίθετα, οι τράπεζες –που φυσικά φέρουν ευθύνη για τον υπερδανεισμό των τελευταίων χρόνων- θα «κουρευτούν» πολύ πιο απαλά, χάνοντας μόλις 25 σεντς ανά δολάριο. Οι εκπρόσωποι των Ταμείων είχαν αρνηθεί φυσικά τον ληστρικό αυτό «διακανονισμό», θεωρώντας βέβαια ότι οι συντάξεις προστατεύονται από το σύνταγμα της Πολιτείας του Μίσιγκαν: τώρα όμως, μετά την επίσημη χρεοκοπία, το κούρεμά τους επιβάλλεται άνωθεν, με τη σφραγίδα του αρμόδιου ομοσπονδιακού δικαστηρίου! Δημιουργώντας δικαστικό προηγούμενο και για τα Ταμεία άλλων δήμων που έως τώρα προστατεύονται συνταγματικά σε Πολιτείες όπως η Νέα Υόρκη και το Ιλινόις.
Συντάξεις
Το θέμα των συντάξεων είναι εξαιρετικά σοβαρό, αφού σχεδόν το 78% των δημοσίων υπαλλήλων στις ΗΠΑ (ανάμεσά τους πυροσβέστες, δάσκαλοι, γιατροί και νοσοκόμοι, αστυνομικοί κ.ά.) περιμένουν να πάρουν σύνταξη από τα Ταμεία τους με βάση τις εργοδοτικές εισφορές από το κράτος, την πολιτεία ή τον δήμο –σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα, όπου χάρη σε 30 χρόνια νεοφιλελεύθερων «Reaganomics», μόλις το 18% των υπαλλήλων στηρίζονται πλέον για τις συντάξεις τους στον εκάστοτε εργοδότη, με τους υπόλοιπους ουσιαστικά να αυτασφαλίζονται από την τσέπη τους. Τα ποσά που διακυβεύονται είναι τεράστια: το κράτος χρωστά συνολικά στα Ταμεία 1,4 τρισ. δολάρια!
Για να πάρουν σύνταξη, βέβαια, έστω και κουτσουρεμένη, οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει να μην… απολυθούν: πράγμα δύσκολο, αφού ο Ορ δείχνει αποφασισμένος να συνεχίσει την πολιτική μαζικών περικοπών που ξεκίνησε ο δήμαρχος της πόλης ήδη από το 2009, διώχνοντας στο διάστημα αυτό πάνω από το 20% του δημοτικού δυναμικού και πετσοκόβοντας τις αποδοχές των υπολοίπων. Οσο για το μαζικό ξεπούλημα των τελευταίων «ασημικών» του δήμου, που προωθεί ο Ορ, τα έχουμε ξαναγράψει και παλιότερα: το δίκτυο υδροδότησης, η συλλογή και διαχείριση των σκουπιδιών, τα πάρκα, ακόμη και τα έργα τέχνης στο μουσείο της πόλης(!) βγαίνουν ή πρόκειται να βγουν με συνοπτικές διαδικασίες «στο σφυρί», προκειμένου να ξεπληρωθούν τα χρέη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου