Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.
Μανόλης Αναγνωστάκης -Νοέμβρης 1983
Σεπτέμβρης 2013
Σήμερα κλαίει η πατρίδα. Φασίστας λένε, σκότωσε Αριστερό. Μα κείνη λέει: «Παιδιά μου και τα δυό…Οι γυιοί μου είναι. Το ένα στο χώμα και το άλλο ο φονιάς του.
Για ποιον να κλάψω; Σήμερα κόπηκα στα δυο».
«Που πας παλικάρι μου με τον αγκυλωτό σταυρό στο μπράτσο; Ποια σκοτεινά μυαλά σε σύρανε σε αυτά τα μονοπάτια;
Σου ‘δωσαν μαχαίρι και ρόπαλο στο χέρι , και σου ‘παν πήγαινε πολέμα, για την Ελλάδα! Που πας παιδί μου; Πως μαχαιρώνεις αδερφό; Μαζί σας εμεγάλωνα. Μικρά παιδιά παίζατε στις γειτονιές. Ακούγονταν παντού οι φωνές σας και γω σας εκαμάρωνα. Τα βλαστάρια μου, οι Έλληνές μου…
Μα ήρθαν τα χρόνια τις σκλαβιάς. Αλλότριοι προστάζουν τώρα και διαφεντεύουν τη ζωή σας, τα όνειρά σας.
Σας κλέψανε το αύριο. Ποδοπατήσαν την αξιοπρέπειά σας. Κάψανε και ρημάξανε ότι σας έδωσα, και στη θέση της αδελφικής αγάπης που σας δίδαξα…σπείραν το μίσος. Οι αναίσχυντοι, οι άρπαγες, οι τύραννοι των λαών! Και τώρα που αντρειέψατε, κατηγορείτε, χλευάζετε, εχθρεύεστε τον αδελφό, σηκώνετε κάθε λογής σημαία, μαύρη , κόκκινη, γαλάζια, πράσινη, και ουρλιάζετε ότι μάχεστε για μένα.
Για μένα; Τα θέλω όλα αυτά εγώ;
Που πάς καμάρι μου με καλυμμένο το πρόσωπο ,καις , ρημάζεις και καταστρέφεις; Σου ‘δωσαν πέτρες και μολοτοφ και σου παν «Εκδικήσου»! Για ποιόν; Για μένα πάλι;
Δεν πολεμάς έτσι την αδικία αγόρι μου. Έτσι την γιγαντώνεις!
Θρηνώ παιδί μου. Ματώνω παιδί μου. Αυτό που ποθεί μια μάνα είναι να βλέπει τα παιδιά της μονιασμένα. Κι αν έλθει η στιγμή να κάνετε πόλεμο, να’ναι για την λευτεριά σας…κι εγώ θα σας δώσω τα όπλα: Την αγάπη για το χώμα που πατάτε ,την πίστη στο δίκαιο των αδυνάτων, την ομοψυχία στον αγώνα σας!
Έτσι πορεύσου παιδί μου…με αγάπη για τον αδελφό. Σήμερα είναι μαύρη μέρα. Να μην την ξαναδώ…»
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Μεγάλωσαν τα γένια μας η ψυχή μας αλλιώτεψε
αγριεμένο το σκυλί γαβγίζει τη φωνή του
βοήθα καλέ μου μη φαγωθούμε μεταξύ μας
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί…
Θωμαή Στεφανοπούλου
triklopodia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου